ΟΠΟΙΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΑΓΑΠΑΕΙ ΚΑΙ Τ' ΑΓΚΑΘΙΑ ΤΟΥ
ΟΣΟ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ ΤΟΣΟ ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΤΟΤΕΡΕΣ TIΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Πόσο δυνατή είναι η πίστη σου στο Θεό;

Η ιστορία μιλάει για έναν ορειβάτη, που θέλησε να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο βουνό.
Η νύχτα έπεσε βαριά και ο άνδρας δεν έβλεπε τίποτα, όλα ήταν μαύρα.
Το φεγγάρι και τα άστρα είχαν καλυφθεί από σύννεφα.
Καθώς ο άνδρας ανέβαινε, γλίστρησε λίγο πριν την κορυφή του βουνού και έπεσε στο κενό με μεγάλη ταχύτητα.
Ο ορειβάτης πού το μόνο που έβλεπε καθώς έπεφτε ήταν μαύρες κουκίδες, είχε την τρομερή αίσθηση της βαρύτητας να τον τραβά. 
Συνέχισε να πέφτει και σε εκείνες τις στιγμές του μεγάλου φόβου, ήρθαν στο μυαλό του όλα τα καλά και τα άσχημα επεισόδια της ζωής του, σκεφτόταν τώρα, το πόσο κοντά στο θάνατο ήταν, όταν ξαφνικά ένιωσε το σχοινί που ήταν δεμένο στη μέση του να τον τραβά δυνατά.
Το σώμα του ορειβάτη κρεμόταν πλέον στον αέρα, μόνο το σχοινί τον κρατούσε ζωντανό.
Εκείνη τη στιγμή της αμηχανίας και καμιάς άλλης επιλογής, φώναξε:
- Θεέ μου, βοήθησέ με....
Ξαφνικά, μια βαθειά φωνή προερχόμενη από τον ουρανό απάντησε:
*Τί θέλεις να κάνω..;
-Σώσε με, Θεέ μου.
*Αληθινά, νομίζεις ότι μπορώ να σε Σώσω..;
-Βέβαια, πιστεύω ότι Εσύ μπορείς..!
*Τότε, κόψε το σχοινί που είναι δεμένο στη μέση σου...
Στο σημείο αυτό σκέφτηκα:
Θεέ μου, τι Ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να του Ζητάς να κόψει το σχοινί, το μόνο πράγμα που τον κρατάει ζωντανό..;
Εγκατέλειψα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του ορειβάτη.
Αλήθεια, εγώ τί θα έκανα;
Η ομάδα διάσωσης, την άλλη μέρα, είπε ότι ένας ορειβάτης βρέθηκε πεθαμένος, παγωμένος και το σώμα του κρεμόταν από ένα σχοινί. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το σχοινί ''μόνο 3 μέτρα'' πάνω από το έδαφος.... Εσύ και εγώ, πόσο κολλημένοι είμαστε στο σχοινί μας....;
''Η πίστη είναι εσωτερική δύναμη, το ισχυρό αντίδοτο στ' αρνητικά συναισθήματα που παραλύουν τη ζωή μας κι εμποδίζουν την ανάπτυξή μας''
Η ζωή φέρνει πάντα δυσκολίες...
Εάν ήταν μια συνεχόμενη λιακάδα θα μετατρεπόταν σε έρημο... Έτσι είναι η ζωή...
Όταν ζητάς δυνάμεις, σου Δίνει δυσκολίες για να γίνεις πιο δυνατός...
Όταν ζητάς σοφία, σε Γεμίζει με προβλήματα για να τα λύσεις...
Η ζωή μπορεί να μην σου δίνει όλα αυτά που θα ήθελες, αλλά σου δίνει όλα τα απαραίτητα για να αποκτήσεις αυτά που χρειάζεσαι...

ΖΟΓΚΛΕΡ
Φανταστείτε τη ζωή σας σαν το Παιχνίδι του Ζογκλέρ, που πετάει διαδοχικά στον Αέρα Πέντε Μπάλες με το ένα χέρι, τις πιάνει με το άλλο και τις ξαναπετάει διαδοχικά για να επαναλάβει την κυκλική διαδικασία όση ώρα διαρκεί η παρουσίασή του.
Υποθέστε ότι τα λίγα λεπτά που διαρκεί το Παιχνίδι του ισοδυναμούν με τη διάρκεια της… Ζωής σας!
Ονομάζουμε τις Μπάλες με τους εξής Τομείς της Ζωής μας:
Υγεία – Οικογένεια – Εργασία – Φίλοι – Πνεύμα!
Σύντομα θα Συνειδητοποιήσετε ότι η Εργασία είναι η Μοναδική Μπάλα που είναι κατασκευασμένη από… Λάστιχο! Αν σας… ξεφύγει από τα χέρια και πέσει κάτω, θα επανέλθει αναπηδώντας προς τα επάνω και είναι σχετικά εύκολο να την ξαναπιάσετε στα χέρια σας!
Οι Υπόλοιπες Τέσσερις Μπάλες, ωστόσο, Οικογένεια – Υγεία – Φίλοι και Πνεύμα είναι φτιαγμένες από Γυαλί.
Αν σας ξεφύγει από τα χέρια και μια άλλη από αυτές τις Μπάλες και πέσει κάτω, θα… γρατσουνιστεί οριστικά, θα… σημαδευτεί, θα… χαρακωθεί, θα πάθει… Ζημιά ή ακόμα μπορεί να σπάσει και να γίνει κομμάτια.
Δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια!
Πρέπει να το Αντιληφθείτε και να Αγωνιστείτε γι’ αυτό και να Προσέχετε τις Τέσσερις Μπάλες ίσως περισσότερο από όσο Προσέχετε την… Εργασία σας!

Γυναίκα

Ένα μικρό αγόρι ρώτησε τη μαμά του: "Γιατί κλαις μαμά;"
-"Γιατί είμαι γυναίκα" του είπε.
-"Δεν καταλαβαίνω" είπε το μικρό. Η μαμά του απλά το αγκάλιασε και είπε "και ούτε ποτέ θα καταλάβεις...."
Αργότερα το μικρό αγόρι ρώτησε τον μπαμπά του: "Γιατί η μαμά κλαίει χωρίς λόγο;" 
-"Όλες οι γυναίκες κλαίνε χωρίς λόγο!" ήταν το μόνο που μπορούσε να πει ο μπαμπάς του.
Το αγοράκι μεγάλωσε και έγινε άντρας, έχοντας ακόμα την απορία για ποιο λόγο κλαίνε οι γυναίκες.
Κάποια στιγμή είχε μια συζήτηση με τον Θεό. Τότε τον ρώτησε: "Θεέ μου, γιατί οι γυναίκες κλαίνε τόσο εύκολα;"
Και τότε ο Θεός του είπε...
- "Όταν δημιούργησα την γυναίκα έπρεπε να είναι ξεχωριστή.
Έφτιαξα τους ώμους της δυνατούς αρκετά ώστε να σηκώνουν τα βάρη του κόσμου και απαλά για να προσφέρουν ανακούφιση.
Της έδωσα εσωτερική δύναμη για να μπορεί να υπομένει τις γεννήσεις και την απόρριψη που καμιά φορά προέρχεται από τα παιδιά της.
Της έδωσα σκληράδα που της επιτρέπει να συνεχίζει όταν οι υπόλοιποι τα έχουν παρατήσει, και να φροντίζει την οικογένεια της μέσω αρρώστιας και κούρασης χωρίς να παραπονιέται. 
Της έδωσα ευαισθησία ώστε να αγαπάει τα παιδιά της κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και όταν αυτά την πληγώνουν. 
Της έδωσα δύναμη ώστε να αντέχει τον άντρα της με τα ελαττώματα του και την έπλασα από το πλευρό του για να προστατεύσω την καρδιά του.
Της έδωσα σοφία να γνωρίζει ότι ένας σύζυγος ποτέ δεν πληγώνει την γυναίκα του, απλά ελέγχει τις δυνάμεις της και την αποφασιστικότητα της να παραμείνει δίπλα του χωρίς αμφιβολίες.
Βλέπεις γιέ μου είπε ο Θεός, η ομορφιά της γυναίκας δεν είναι στα ρούχα που φοράει, στη μορφή που έχει ,ούτε στον τρόπο που φτιάχνει τα μαλλιά της.
Η ομορφιά της γυναίκας είναι στα μάτια της, γιατί τα μάτια είναι οι πύλες της καρδιάς, το μέρος που η αγάπη κατοικεί."

Απληστία

Είναι πολύ παλιά παραβολή, τόσο παλιά, ώστε ο Θεός ακόμη ζούσε πάνω στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους.
Μια φορά, τον επισκέφθηκε ένας παλιός αγρότης και του είπε:
- Άκουσε, καλά Είσαι Θεός, δημιούργησες το σύμπαν, αλλά πρέπει να σου πω, ότι δεν είσαι αγρότης, δεν γνωρίζεις τα πιο απλά πράγματα για τη γεωργία.
Πρέπει να πάρεις λίγα μαθήματα.
- Τι προτείνεις, ρώτησε ο Θεός.
- Δώσε μου ένα χρόνο και αν όλα γίνουν έτσι όπως θα τα ζητήσω εγώ, θα δεις τι θα γίνει. Θα εξαφανίσω τη φτώχεια.
Ο Θεός συμφώνησε και έδωσε στον αγρότη ένα χρόνο.
Ο γεωργός είχε όλα αυτά που ζήτησε. Βροχή όποτε ήθελε, όχι θύελλες, αστραπές και χαλάζι, τίποτα επικίνδυνο για το σιτάρι. Ο αγρότης ήταν ευτυχισμένος, το σιτάρι φύτρωνε πολύ ψηλό! Ο ήλιος φώτιζε ή η βροχή διαρκούσε όσο ήθελε. Αυτό το χρόνο όλα ήταν σωστά με μαθηματική ακρίβεια και το σιτάρι ήταν ασυνήθιστα ψηλό.
Και τότε ο αγρότης ήρθε στον Θεό και του είπε: - Κοίτα, θα έχουμε τέτοια σοδειά, ώστε οι άνθρωποι για δέκα χρόνια θα μπορούν να μη δουλεύουν, γιατί θα έχουν ψωμί.
Όμως, όταν μαζέψανε τη σοδειά, είδανε πως τα στάχυα δεν είχαν κόκκους. 
Ο αγρότης έμεινε κατάπληκτος και με απορία ρωτούσε τον Θεό:
- Γιατί συμβαίνει αυτό; Πού είναι το λάθος μου;
Ο Θεός είπε: - Γιατί δεν υπήρχε αντίρρηση, δεν υπήρχε σύγκρουση, δεν υπήρχε τριβή, γιατί εσύ απομάκρυνες τα "κακά" φαινόμενα. Γι' αυτό το σιτάρι σου έμεινε άκαρπο. Χρειάζεται λίγη πάλη. Οι θύελλες, οι βροντές και οι αστραπές θα ξυπνούσαν την ψυχή του σιταριού.
Το Μυστικό

Αυτή η παραβολή έχει μεγάλο νόημα. Εάν είσαι πάντα ευτυχισμένος, η ευτυχία χάνει τη σημασία της. Είναι σαν να γράφει κάποιος με άσπρη κιμωλία πάνω σε άσπρο τοίχο. Κανένας δε θα μπορέσει να διαβάσει τα γραμμένα. Η νύχτα είναι στον ίδιο βαθμό χρήσιμη, όπως και η ημέρα, και οι ημέρες απελπισίας έχουν την ίδια σπουδαιότητα, όπως και οι ημέρες χαράς. Και αν σιγά-σιγά αντιληφθείς τον ρυθμό της ζωής, θα νιώσεις τον δισυπόστατο ρυθμό της, τον ρυθμό των αντιθέσεων και τότε θα βρεις τις μεγάλες απαντήσεις. Τότε θα αποκτήσεις το Μυστικό. Ακόμη και η απελπισία και η θλίψη δεν θα έχουν την συνηθισμένη καταστροφική μορφή. Όχι! Θα σ' επισκεφθεί η δυστυχία, αλλά δε θα είναι εχθρός σου. Θα συμφιλιωθείς μαζί της, γιατί θα βλέπεις το όφελός της. Θα είσαι ικανός να βλέπεις την ομορφιά της, θα καταφέρεις να κατανοήσεις για ποιο λόγο υπάρχει η συμφορά και γιατί πότε-πότε είναι απαραίτητη...

Οι ώμοι μας

Κάποτε με ρώτησε η μητέρα μου, διηγείται κάποιος, ποιο κατά τη γνώμη μου ήταν το πιο σημαντικό μέρος στο σώμα μας. 
Στην αρχή νόμισα ότι βρήκα εύκολα την απάντηση και έτρεξα στη μητέρα μου όλο χαρά. 
Είχα ανακαλύψει τη μαγεία και την ομορφιά των ήχων και της είπα "νομίζω πως είναι τα αυτιά, με τα οποία ακούμε". 
Εκείνη με διόρθωσε: "Όχι", μου είπε, "υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που δεν ακούνε, γιατί είναι κουφοί, γύρω μας". 
Συνέχισα να σκέφτομαι την ερώτηση μεγαλώνοντας. 
Όταν συνειδητοποίησα πόσο φοβερό δώρο είναι η όραση και τι μεγάλες δυνατότητες έχει, έτρεξα στη μητέρα μου μάλλον σίγουρος αυτή τη φορά, και της είπα, "μάλλον είναι τα μάτια μας που βλέπουμε, το σημαντικότερο μέρος στο σώμα μας". 
Με κοίταξε με αγάπη η μητέρα μου, χάρηκε που ασχολούμαι με το ερώτημά της και κάνω και μεγάλη πρόοδο, αλλά και πάλι με διόρθωσε: "Όχι, δεν είναι τα μάτια. 
Χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο μας είναι τυφλοί. Προσπάθησε ακόμα". 
Προσπάθησα κι άλλες φορές και η μητέρα μου έβλεπε ότι ωριμάζω και προοδεύω, αλλά όσες φορές κι αν επανήλθαμε στο θέμα αυτό, δεν κατάφερα να βρω τη σωστή απάντηση. 
Πέρυσι πέθανε ο παππούς μου. 
Όλοι μας πονέσαμε και κλάψαμε. 
Ακόμα και ο πατέρας μου έκλαψε, και το λέω αυτό γιατί άλλη μια φορά μόνο τον είχα δει να κλαίει στη ζωή μου. 
Ξαφνικά ακούω τη μητέρα μου: "Ξέρεις ποιο είναι το πιο σημαντικό μέρος στο σώμα μας;" με ρώτησε τότε η μητέρα μου κι εγώ παραξενεύτηκα, γιατί πάντα νόμιζα ότι ήταν ένα αστείο ανάμεσά μας και τίποτα παραπάνω. Με είδε που παραξενεύτηκα και με πήρε κοντά της. 
"Αυτό που θα σου πω αγόρι μου είναι πολύ σημαντικό", μου είπε, "και θέλω να το κρατήσεις μέσα στην ψυχή σου. Λοιπόν το πιο σημαντικό μέρος στο σώμα σου είναι ο ώμος σου. Και δεν είναι γιατί κρατάει το χέρι σου στη θέση του και μπορεί να κινείται, αλλά γιατί μπορεί να κρατήσει το κεφάλι ενός πονεμένου αγαπημένου σου την ώρα που κλαίει. Όλοι μας θα χρειαστούμε έναν ώμο να γείρουμε και να ακουμπήσουμε την ώρα της θλίψης και του πόνου, αγόρι μου. 
Σου εύχομαι να έχεις πάντα στη ζωή σου έναν τέτοιο ώμο, γεμάτο παρηγοριά για κείνους που θα κλάψουν και θα 'χουν ανάγκη τον ώμο της αγάπης σου για να γείρουν. 
Όταν θα το έχεις καταλάβει αυτό που σου λέω και θα συμφωνείς, τότε θα είναι σημάδι ότι έχεις μεγαλώσει αρκετά και ότι ζεις σωστά τη ζωή σου". 
Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν αυτά που έλεγες... 
Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν αυτά που έκανες... 
Αλλά ποτέ δε θα ξεχάσουν πώς τους έκανες να αισθάνονται.

Η αγάπη

Κάποτε υπήρχε ένα ζευγάρι που αγαπιόταν πάρα πολύ… 
Ο άντρας λάτρευε τη γυναίκα και της το έδειχνε με κάθε ευκαιρία… 
Η γυναίκα του ήταν όμορφη , ευαίσθητη αλλά φιλάσθενη. 
Ο άνδρας χρειάστηκε να φύγει στον πόλεμο, όπου πέρασε πολλές δυσκολίες και παρ' ολίγο να χάσει και τη ζωή του. 
Προσευχόταν καθημερινά να τον αφήσει ο Θεός να ζήσει για να γυρίσει ξανά στην πολυαγαπημένη του γυναίκα. 
Όλη του η σκέψη ήταν να την σφίξει στην αγκαλιά του κι αυτό του έδινε κουράγιο να αντέξει την πείνα, το κρύο και τους τραυματισμούς. 
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, γεμάτος χαρά, ξεκίνησε για το σπίτι του. 
Στο δρόμο όμως συνάντησε έναν οικογενειακό φίλο που τον συλλυπήθηκε για τη συμφορά που τους βρήκε. 
"Ποιά συμφορά;" ρώτησε αυτός όλο ανησυχία. 
"Δεν το έμαθες; η γυναίκα σου έπαθε μια μολυσματική ασθένεια και έχει παραμορφωθεί το πρόσωπό της." 
Ο άνδρας κάθισε στη μέση του δρόμου και έκλαψε πικρά. 
Όταν έφτασε στο σπίτι του αργότερα το απόγευμα, η γυναίκα του κατάλαβε πως ο αγαπημένος της είχε χάσει το φως του... 
Νόμιζε πως είχε τυφλωθεί στον πόλεμο...σε κάποια μάχη. 
Τον αγκάλιασε όμως με την ίδια αγάπη και έζησαν ευτυχισμένοι για 15 χρόνια. 
Μετά η γυναίκα πέθανε και ο άνδρας αφού της έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τα δικά του! 
Για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια υποκρίθηκε τον τυφλό για να μην την πληγώσει...

Ο καφές

Επιτυχημένα στελέχη πολυεθνικής συναντούν τον παλιό τους καθηγητή από το πανεπιστήμιο. 
Η συζήτηση στρέφεται στην καθημερινότητα, στο στρες και στη ζωή. 
Ο καθηγητής ετοιμάζεται να σερβίρει καφέ, κρατώντας μια μεγάλη κανάτα και πολλά και διαφορετικά φλιτζάνια. Άλλα ήταν από πορσελάνη, άλλα από πλαστικό άλλα από κρύσταλλο. 
Μερικά ήταν φθηνά, άλλα ακριβά και άλλα πολύ ιδιαίτερα. 
Ζήτησε από τους πρώην φοιτητές του να διαλέξουν. 
Όταν όλοι τους είχαν στο χέρι ένα φλιτζάνι καφέ, ο καθηγητής είπε "Πήρατε όλοι τα ακριβά φλιτζάνια και αφήσατε τα απλά και όσα έμοιαζαν φθηνά. 
Ενώ είναι φυσιολογικό να θέλετε το καλύτερο για τον εαυτό σας, αυτή είναι η πηγή του στρες σας. 
Αυτό που θέλατε όλοι ήταν ο καφές, όχι το φλιτζάνι, αλλά εσείς συνειδητά κλίνατε στα καλύτερα φλιτζάνια και ακόμα χειρότερα ,κοιτάζατε να δείτε μήπως ο διπλανός σας πήρε καλύτερο φλιτζάνι από σας. Αν η ζωή είναι ο καφές, τότε οι δουλειές, τα χρήματα και η καριέρα είναι τα φλιτζάνια. 
Είναι απλώς και μόνο εργαλεία που συγκρατούν και περιέχουν τη ζωή, όμως η ποιότητα της ζωής δεν αλλάζει. Μερικές φορές με το να επικεντρώνεσαι μόνο στο φλιτζάνι χάνεις τη δυνατότητα να απολαύσεις τον καφέ..." 
Το φλιτζάνι μπορεί να είναι ακριβό ιδιαίτερο, πλαστικό ή και πορσελάνινο. 
Ο καφές όμως δεν αλλάζει. Είναι γλυκός, πικρός ή και μέτριος, όπως και η ζωή μας και μόνο με τη δική μας παρέμβαση θα είναι όπως ακριβώς τον θέλουμε. 
Γι αυτό προτιμότερο είναι να εστιάζουμε την προσοχή μας στον καφέ, παρά να κοιτάζουμε αν το φλιτζάνι είναι ακριβό, όμορφο και ιδιαίτερο. 
Ο καφές δεν αλλάζει αν δεν βάλουμε εμείς το χεράκι μας...

Ο τυφλός πατέρας

Μια μέρα ο μπαμπάς αποφάσισε να πλύνει το καινούργιο του αυτοκίνητο. Ώρες αφιέρωνε να το  καθαρίσει, να το γυαλίσει. Την ώρα λοιπόν που μάζευε τα εργαλεία του, έρχεται η μικρή κορούλα του, παίρνει μια μικρή πέτρα και αρχίζει να γρατζουνίζει κάτι στην πόρτα του οδηγού πάνω.
Ακούει εκείνος τον ήχο και τρέχει κρατώντας ένα μεγάλο γαλλικό κλειδί. Με αυτό χτυπά δυνατά το χέρι της μικρής.
Πέφτει κάτω η πέτρα και μαζί τα σπασμένα δάχτυλα από το χέρι της. Μόλις συνήλθε την μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Εκεί οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να της αφαιρέσουν όλα τα δάχτυλα.
Όταν συνέρχεται από την νάρκωση, ανοίγει τα μάτια της, βλέπει το χέρι της και με την παιδιάστικη αφέλεια ρωτάει τον πατέρα της:
"Μπαμπά, πότε θα μεγαλώσουν τα δάχτυλά μου;"
Μην αντέχοντας άλλο εκεί μέσα, φεύγει ο πατέρας και πηγαίνει στο αυτοκίνητό του. Ξεσπά επάνω του με κλωτσιές, μπουνιές.
Ξαφνικά το βλέμμα του πέφτει πάνω στην πόρτα με τις γρατσουνιές.
Πλησιάζει πιο κοντά.
Ήταν κάτι γραμμένο. Έλεγε:     
"Μπαμπά, σ' αγαπώ"...

Η πεταλούδα ψυχή

Ήταν ένας σοφός δάσκαλος και ένας μαθητής του.
Επειδή τα πάντα που έλεγε στον μαθητή του ήταν τόσο σοφά θέλησε ο μαθητής να πειράξει τον δάσκαλό του και να τον πιάσει αδιάβαστο κάπου.
Σκέφτηκε λοιπόν να πιάσει μια πεταλούδα με το χέρι του και να ρωτήσει τον δάσκαλό του τι κρατούσε και αν αυτό που είχε μέσα στον καρπό του ήταν ζωντανό ή νεκρό.
Ήξερε επίσης ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του εύκολα θα εύρισκε την πεταλούδα αλλά αν ο δάσκαλός του απαντούσε ότι ήταν ζωντανή τότε θα έσφιγγε το χέρι του και θα σκότωνε την πεταλούδα για να του αποδείξει ότι δεν ήταν και τόσο σοφός.
Έπιασε λοιπόν μια πεταλούδα και αφού την έκλεισε στον καρπό του ρώτησε τον δάσκαλό του.
*Δάσκαλε τι κρατώ στο χέρι μου ;*
*Την ψυχή σου κρατάς νεαρέ μου* .
Σκέφτεται ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του έχει δίκιο.
Η πεταλούδα είναι μια ψυχή που θα μπορούσε να είναι και η δική του.
*Λοιπόν δάσκαλε , συνεχίζει ο μαθητής , είναι η ψυχή μου και τι είναι ζωντανή ή νεκρή;* ξαναρωτά ο μαθητής .
Απαντά ο σοφός δάσκαλος λέγοντας:
*Από το χέρι σου εξαρτάται*.....!
Άρα η τύχη της ψυχής μας εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς τους ίδιους.
Διότι την σωτηρία της , την κρατάμε στο χέρι μας

Ο Θεός και ο κουρέας

Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα...
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας
και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε: 'Δεν πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.' 
'Γιατί το λες αυτό;' ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: 'Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι; Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος. Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.
Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση. Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.
Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα
άντρα στο δρόμο με μακριά, βρώμικα μαλλιά και γένια.
Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο. Τότε
είπε στον κουρέα: 'Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!'
'Πως μπορείς να το λες αυτό; ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας. 'Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;
'Όχι!' απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: 'Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακριά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω..' 'Μα... οι κουρείς ΌΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.' 'Ακριβώς!' απάντησε ο πελάτης. 'Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠΆΡΧΕΙ! Κι αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια. 
Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.

Τα μπισκότα

Μια νεαρή κυρία περίμενε την πτήση της στην αίθουσα αναμονής ενός μεγάλου αερολιμένα. Επειδή έπρεπε να περιμένει πολλές ώρες, αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα. Αγόρασε επίσης κι ένα πακέτο μπισκότα. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, στην αίθουσα VIP του αερολιμένα, για να διαβάσει με ησυχία. Δίπλα από την πολυθρόνα βάζει τα μπισκότα της, ενώ ένας άνδρας που κάθισε στο διπλανό κάθισμα, άνοιξε το περιοδικό του και άρχισε να διαβάζει.
Όταν πήρε το πρώτο μπισκότο, ο άνδρας πήρε κι αυτός άλλο ένα.
Αισθάνθηκε ενοχλημένη αλλά δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε:
“Τι νεύρα έχω! Εάν ήμουν σε κατάλληλη διάθεση θα τον χτυπούσα που τόλμησε!”
Για κάθε μπισκότο που έπαιρνε, ο άνδρας έπαιρνε κι αυτός άλλο ένα.
Αυτό την εξαγρίωνε αλλά δεν θέλησε να κάνει σκηνή.
Όταν έμεινε μόνο ένα μπισκότο, σκέφτηκε: «Ααα… Τι θα κάνει αυτός ο καταχραστής τώρα;”
Τότε, ο άνδρας, παίρνει το τελευταίο μπισκότο, το κόβει στη μέση, δίνοντας της το ένα μισό. Ααα! Αυτό ήταν πάρα πολύ.
Ήταν πολύ πάρα πολύ θυμωμένη τώρα!
Σε μια στιγμή, πήρε το βιβλίο της, τα πράγματά της και όρμησε στην αίθουσα επιβίβασης.
Όταν κάθισε στο κάθισμά της, μέσα στο αεροπλάνο, έψαξε την τσάντα της για να πάρει τα γυαλιά της, και, προς μεγάλη της έκπληξη, το πακέτο με τα μπισκότα της ήταν εκεί, άθικτο, κλειστό! 
Αισθάνθηκε τόσο ντροπιασμένη!!!
Συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος…
Είχε ξεχάσει ότι τα μπισκότα της δεν τα είχε βγάλει από την τσάντα της.
Ο άνδρας είχε μοιραστεί τα μπισκότα του μ’ αυτήν, χωρίς κανένα συναίσθημα θυμού ή πίκρας ενώ αυτή ήταν πολύ θυμωμένη, σκεπτόμενη ότι μοιραζόταν τα μπισκότα της μ’ αυτόν.
Και τώρα δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να εξηγήσει… ούτε να ζητήσει συγγνώμη.
Υπάρχουν 4 πράγματα που δεν μπορείτε να ανακτήσετε.
Η πέτρα… αφού ριχθεί, Η λέξη… αφού ειπωθεί
Η ευκαιρία… αφού χαθεί Ο χρόνος… αφού περάσει

Το τρένο

Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες. 
Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε ότι θα μας συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού: τους γονείς μας. 
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, τη στοργή, τη φιλία και τη συντροφιά τους. 
Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για μας. 
Είναι τα αδέρφια μας, οι φίλοι μας κι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.
Μερικά από τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδι σαν ένα μικρό περίπατο.
Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους. Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που τους χρειάζονται. 
Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μία αιώνια λαχτάρα. Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά κι εμείς, δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί.. 
Μας εκπλήσσει, ότι μερικοί από τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο, κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού. 
Αυτονόητα απέχουμε, και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι. 
Δυστυχώς μερικές φορές δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι ήδη κατειλημμένη..
Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι: γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς...αλλά χωρίς επιστροφή.
Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 
Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα από αυτούς.
Ας θυμόμαστε ότι σε κάθε τμήμα της διαδρομής ένας από τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόησή μας. 
Ακόμη κι εμείς μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει που θα μας καταλάβει.
Το μεγάλο μυστήριο του ταξιδιού είναι ότι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας. 
Πιστεύω ότι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα από το τρένο... Ναι, αυτό πιστεύω.
Ο χωρισμός από μερικούς φίλους που συνάντησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. 
Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό κι έχω την αίσθηση ότι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση..
Αυτό που με κάνει ευτυχισμένο, είναι η σκέψη, ότι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πιο πολύτιμες.
Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο τέλος να δούμε ότι άξιζε τον κόπο. Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σ’ αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι. 
Το τούβλο

Ένας νεαρό και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. 
Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαϊνή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε «Σας παρακαλώ κύριε σας παρακαλώ, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.» 
Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Είναι ο αδερφός μου» είπε «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό «Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντηλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού.
Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά. 
«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο. Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει.
Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα
 «Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»

Μάθημα αγάπης απ’ τα παιδιά

Παιδί: Μπαμπά με αγαπάς; 
Πατέρας: Φυσικά παιδί μου. 
Παιδί: Μπορείς να μου το αιτιολογήσεις σε παρακαλώ πολύ; 
Πατέρας: Μα και βέβαια σε αγαπώ δεν βλέπεις τι έχω κάνει για σένα; 
Σου έκανα εξοχικό, αυτό το σπίτι θα γίνει δικό σου, σε σπούδασα, σου έδινα χρήματα όποτε μου ζήτησες, έκανα τα πάντα για σένα! 
Παιδί: Μπαμπά να σε ρωτήσω κάτι… διότι πιστεύω ότι αγάπη είναι άλλα πράγματα. 
Πότε με πήρες αγκαλιά; 
Πατέρας:… 
Παιδί: Πότε με φίλησες και μου είπες σ’ αγαπώ χωρίς να έχω γιορτή ή να υπάρχει λόγος; 
Πατέρας:… 
Παιδί: Πότε με σκέπασες όταν πήγαινα για ύπνο; 
Πατέρας:… 
Παιδί: Πότε με κατάλαβες όταν έκλαιγα; 
Και εσύ έλεγες τι θες να σου πάρω για να σου περάσει; 
Πατέρας:… 
Παιδί: Τώρα που το σκέφτομαι πατέρα, οι μητέρες στην Αφρική που κρατούν τα παιδιά στην αγκαλιά τους και τα ταΐζουν με το σάλιο τους  δεν τα αγαπούν αφού δεν έχουν περιουσία να τους αφήσουν, σωστά; 
Πατέρας:… 
Παιδί: Τελικά Μπαμπά πόσο κοστίζει η αγάπη για να ξέρω και εγώ πόσα μηδενικά πρέπει να αφήσω στο λογαριασμό του δικού μου παιδιού;

Ο φράχτης

Ήταν μια φορά ένας νεαρός, ο οποίος συμπεριφερόταν μερικές φορές βίαια.
Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακουλάκι με καρφιά και του είπε να καρφώνει ένα καρφί στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο κάθε φορά που θα έχανε την υπομονή του και θα μάλωνε με κάποιον.
Την πρώτη μέρα έφτασε στο σημείο να καρφώσει 37 καρφιά στο πεζοδρόμιο. 
Κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν έμαθε να ελέγχει τον εαυτό του και ο αριθμός των καρφιών που κάρφωνε στο πεζοδρόμιο λιγόστευε συνεχώς μέρα με τη μέρα: είχε ανακαλύψει ότι ήταν πιο εύκολο να συγκρατείται από το να καρφώνει καρφιά.
Τελικά, έφτασε η μέρα κατά την οποία ο νεαρός δεν έβαλε ούτε ένα καρφί στο πεζοδρόμιο. 
Τότε πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι εκείνη την ημέρα δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε ένα καρφί.
Τότε ο πατέρας του, του είπε να βγάζει ένα καρφί για κάθε μέρα που θα περνούσε χωρίς να χάσει την υπομονή του.
Οι μέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά μπόρεσε να πει στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλα τα καρφιά απ το πεζοδρόμιο.
Ο πατέρας τότε, οδήγησε τον υιό του στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο και του είπε:
- «Παιδί μου, συμπεριφέρθηκες καλά, αλλά κοίτα πόσες τρύπες έχει το πεζοδρόμιο. Αυτό δεν θα είναι πια όπως πριν. 
Όταν μαλώνεις με κάποιον και του λες κάτι προσβλητικό, του αφήνεις μια πληγή όπως αυτή. 
Μπορείς να μαχαιρώσεις έναν άνθρωπο και μετά να του βγάλεις το μαχαίρι, ωστόσο όμως θα του μείνει πάντα μια πληγή.»
«Λίγη σημασία έχει πόσες φορές θα ζητήσεις συγνώμη, η πληγή που γίνεται με τα λόγια κάνει τόση ζημιά όσο και μία πληγή στο σώμα σου. 
Οι φίλοι είναι σπάνιοι, σε κάνουν να γελάς και σου φτιάχνουν το κέφι. 
Πάντα είναι διαθέσιμοι να σε ακούσουν όταν το χρειάζεσαι, σε αγαπούν και σε δέχονται στο σπίτι τους.»
Εξαγορασμένη αγάπη

Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Ναι βεβαίως, τι είναι;”
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά, πόσα χρήματα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα;” ρώτησε θυμωμένα.
ΓΙΟΣ: “Θέλω να ξέρω ακριβώς. Σε παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;”
ΠΑΤΕΡΑΣ: “Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω $50 την ώρα”.
ΓΙΟΣ: “Ωχ”, απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω.
ΓΙΟΣ: “Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου δανείσεις $25;”
Ο πατέρας εξαγριωμένος λέει, «εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι για να δανειστείς κάποια χρήματα και να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου, γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες”.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και είχε αρχίσει να σκέφτεται.
“Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα $25 και επιπλέον δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά”.
Πήγε λοιπόν στο δωμάτιο του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
“Κοιμάσαι γιε μου;” ρώτησε.
“Δεν κοιμάμαι” απάντησε το αγόρι.
“Σκεφτόμουν, ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα” είπε ο μπαμπάς. “Ήταν μια δύσκολη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα $25 που μου ζήτησες”.
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας. “Σε ευχαριστώ μπαμπά!” φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του και κοιτάζει τον μπαμπά του.
“Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη μερικά;” γκρίνιαξε ο πατέρας του.
“Επειδή δεν είχα αρκετά… αλλά τώρα έχω!” απάντησε το μικρό παιδί. Και συνέχισε:
“Μπαμπά, έχω $50 τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.”
Ο πατέρας συντρίφθηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.
Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους όσους εργάζονται τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει, χωρίς να διαθέτουμε τον απαραίτητο χρόνο σε εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς, εκείνους που είναι μέσα στις καρδιές μας.
Θυμηθείτε να μοιραστείτε εκείνη την αξία $50 του χρόνου σας, με κάποιους που αγαπάτε.
“Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες ώρες. Η οικογένεια όμως και οι φίλοι που αφήνουμε πίσω, θα αισθανθούν την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους”.

Σιωπή

Μια μέρα, ένας σοφός Ινδός έκανε την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του:
-”Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;”
-”Γιατί χάνουν την ηρεμία τους” απάντησε ο ένας.
-”Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρ’ ότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;” ξαναρωτά ο σοφός.
-”Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος” είπε ένας άλλος μαθητής.
Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση:
“Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή; ”
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά.. καμιά δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο..
“Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι;
Γιατί όταν θυμώνουν δύο άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ...και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση...
Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιο δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν’ ακουστούν.
Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι;
Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνήσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά...
Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη.
Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν… παρά μονάχα ψιθυρίζουν.
Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν.
Έτσι συμβαίνει όταν δύο άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον.
Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά:
“Όταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σας απομακρύνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πια τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού”.

Το εικοσαδόλλαρο

Ο Cassan Said Amer λέει μια ιστορία για έναν λέκτορα που ξεκίνησε ένα σεμινάριο κρατώντας ψηλά ένα εικοσαδόλλαρο και ρωτώντας:
- Ποιος θέλει αυτό το εικοσαδόλλαρο;
Πολλά χέρια υψώθηκαν, αλλά ο λέκτορας είπε:
- Πριν το δώσω, υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω.
Λυσσασμένα το τσάκισε, και ρώτησε ξανά:
- Ποιος θέλει ακόμα αυτό το χαρτονόμισμα;
Τα χέρια συνέχισαν να είναι υψωμένα.
- Και αν κάνω αυτό;
Το πέταξε στον τοίχο, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα, το κλώτσησε, το πάτησε και πάλι σήκωσε το χαρτονόμισμα - βρώμικο και τσαλακωμένο.
Επανέλαβε την ερώτηση και τα χέρια παρέμειναν υψωμένα.
- Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσετε αυτήν την σκηνή - είπε ο λέκτορας. Ό,τι κι αν κάνω με αυτό το χαρτονόμισμα, θα συνεχίσει να είναι ένα εικοσαδόλλαρο.
Πολλές φορές στις ζωές μας μας τσακίζουν, μας πατάνε, μας κλωτσάνε, μας κακομεταχειρίζονται, μας προσβάλλουν: αλλά, παρόλα αυτά, εξακολουθούμε να αξίζουμε το ίδιο.
Ήταν Άνθρωπος

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. 
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε. 
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε. 
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της. 
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση. 
Άλλος ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, να αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης. 
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ να απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα». 
Στην επόμενη στάση ένα παλληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη. 
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ». 

Ο εσωτερικό μας εαυτός

Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ' εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά...αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο). Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στην γη. Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ' άκρη σ' άκρη. Μια μέρα έφτασε στη πόλη μια "μόδα" που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό ον που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμορφωμένα γλυπτά. Τέλος τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε καιρός.
Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτε άλλο δε χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους.
Ένα από αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει την χωρητικότητά του διευρύνοντας τον χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν 'αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του.
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητα του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας αλλά βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενο του.....
Στην αρχή, το κενό το τρόμαζε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει....
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω: πολύ κάτω στο βάθος.....βρήκε νερό.
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξη του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιο του και τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτε άλλο πέρα από τη βροχή η οποία εκ των πραγμάτων ήταν αρκετά σπάνια .Έτσι, η γη τριγύρω απ' το πηγάδι, αναζωογονημένη απ’ το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας την μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν γρήγορα σε δένδρα. Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν το "περιβόλι".
Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
Δεν είναι κανένα θαύμα απαντούσε το Περιβόλι. "Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα"
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα..
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει....
Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει...
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό...
Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό...
Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό; το ρωτούσαν.
Δεν ξέρω τι θα συμβεί απαντούσε. Αλλά προς το παρόν όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω"
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο...
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι' αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η αναζήτησή τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
ΕΙΧΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙ ΤΗ ΒΑΘΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ ΜΟΝΟ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΝΑ ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΝΑ ΨΑΞΟΥΝ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ....
Η προσπάθεια

Ένας καθηγητής βιολογίας εξηγούσε στους μαθητές του πως μια κάμπια γίνεται πεταλούδα. Τους είπε λοιπόν ότι, κατά τις επόμενες δυο ώρες, η πεταλούδα θα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι και, αφού τους τόνισε πως κανείς δεν έπρεπε να τη βοηθήσει, έφυγε... 
Οι μαθητές περίμεναν και κάποια στιγμή άρχισε η διαδικασία της μεταμόρφωσης. Η πεταλούδα προσπαθούσε να βγει από το κουκούλι, όταν ένας από τους μαθητές τη λυπήθηκε και αποφάσισε να τη βοηθήσει, παρά τις ρητές εντολές του καθηγητή. Έσπασε λοιπόν το κουκούλι και η πεταλούδα, η οποία δεν χρειαζόταν πια να καταβάλει καμιά προσπάθεια, λίγο αργότερα πέθανε... 
Όταν επέστρεψε πίσω ο καθηγητής και του είπαν τι είχε συμβεί, εξήγησε στον μαθητή, ότι στην πραγματικότητα, βοηθώντας την πεταλούδα τη σκότωσε, γιατί, σύμφωνα με τον νόμο της φύσης, η προσπάθεια της πεταλούδας να βγει από το κουκούλι τη βοηθά να δυναμώσει τα φτερά της. Ο μαθητής της στέρησε την προσπάθεια κι έτσι η πεταλούδα πέθανε... 
Οι δοκιμασίες της ζωής μπορεί να εξελιχθούν σε τραγωδίες ή σε θριάμβους, ανάλογα με τον τρόπο που τις χειριζόμαστε. Οι θρίαμβοι δεν επιτυγχάνονται χωρίς προσπάθεια... 
Το ποντίκι και η ποντικοπαγίδα

Ένα ποντικάκι κάποτε, παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο.
Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο; Αναρωτήθηκε.
Όταν οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο, δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε όταν διαπίστωσε πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα!
Τρέχει γρήγορα λοιπόν στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο!:
-Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι!
Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε:
"Κύρ Ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σας. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε μένα! Δε με ενοχλεί καθόλου εμένα η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!" 
Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε:
"Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ. Να είστε σίγουρος δε, ότι θα το κάνω. Θα προσευχηθώ."
Τότε το ποντίκι στράφηκε προς την αγελάδα και της φώναξε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου:
"Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!"
Και η αγελάδα απάντησε:
"Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχετε, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει, είναι μια διπλωματίτσα στην κοιλιά μου!
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε μόνος του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!
Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν το θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη αλλά μέσα στη νύχτα, δεν πρόσεξε πως την παγίδα πιάστηκε από την ουρά ένα φίδι ....
Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.
Ο άντρας της έτρεξε γρήγορα και την πήγε στο νοσοκομείο.
Αλίμονο όμως, την έφερε στο σπίτι με ένα πολύ υψηλό πυρετό.
Ο γιατρός τον συμβούλεψε να της κάνει ζεστές σουπίτσες κι έτσι ο αγρότης *έσφαξε την κότα* για να κάνει μια καλή κοτόσουπα αφού όλοι ξέρουμε πως στον πυρετό δίνουμε κοτόσουπες!
Αλλά η αρρώστια της γυναίκας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες ερχόταν στη φάρμα να βοηθήσουν.
Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας 24 ώρες το 24ωρο.
Για να τους ταΐσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να *σφάξει το γουρούνι!*
Τελικά όμως η γυναίκα δε τη γλύτωσε! Πέθανε!
Στη κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος γιατί ήταν πολύ καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι.
Για να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει την *αγελάδα του...... *
Ο κυρ Ποντικός μας, έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν' έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη.......
Γι’ αυτό και σεις, την επόμενη φορά που κάποιος σας πει ότι έχει ένα μικρό πρόβλημα-μεγάλο γι αυτόν- και που ίσως εσάς δε σας πολυαφορά, θυμηθείτε πως όταν κάποιος από το περιβάλλον μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε και εμείς σε κίνδυνο!
Είμαστε όλοι συνεπιβάτες σ' αυτό το πλοίο που το λένε ζωή! Ας έχουμε ανοιχτά τα μάτια και τ' αυτιά μας και ας κάνουμε μια προσπάθεια να συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλο.
Ο καθένας μας αποτελεί τον κρίκο της ίδιας αλυσίδας, είμαστε απαραίτητες ίνες του ίδιου υφάσματος. Κι άν ένα μέρος του υφάσματος χαλάσει, κινδυνεύει να σχιστεί όλο το ύφασμα....
Η μηλιά

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μία μηλιά... και αγαπούσε ένα Αγοράκι.
Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα. Παίζανε και κρυφτό...
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά... πάρα πολύ.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.
Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:
«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου από κάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»
«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:
«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»
«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά - καλά δεν μπορούσε.
«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»
«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω» είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά.
Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά...και να ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη... μα όχι πραγματικά.
Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω... Δεν έχω μήλα».
«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια...»
«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις..»
«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.
«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...»
«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Η αθώα ψυχή κι η καθαρή καρδιά

Ήταν κάποτε ένας ιεραπόστολος, ο οποίος τριγύριζε σε όλη την επικράτεια ενός μεγάλου βασιλείου, μετά από εντολή του βασιλιά να μιλήσει για το Θεό σε όλους του τους υπηκόους. Κάποια μέρα, έμαθε, ότι σ' ένα βουνό, που οι πρόποδές του άρχιζαν από την απέναντι όχθη μιας μεγάλης λίμνης, στα σύνορα του βασιλείου, υπήρχε ένας τσοπάνος, στον οποίο κανείς δεν έχει μιλήσει ποτέ για το Θεό. 
Ο ιεραπόστολος πήρε μία βάρκα και κωπηλατώντας διέσχισε τη μεγάλη λίμνη. Έφτασε στην ερημική ακτή της κι άρχισε να σκαρφαλώνει την απόκρημνη πλαγιά του βουνού, με σκοπό να συναντήσει τον τσοπάνο και να τον μυήσει στη χριστιανική θρησκεία. Ανέβηκε στην κορυφή του βουνού και μετά άρχισε να κατηφορίζει, μετά άρχισε και πάλι ν' ανεβαίνει, μια ακόμη ψηλότερη κορυφή. 
Σ' ένα υψίπεδο, κοντά στην ψηλότερη κορφή, συνάντησε τον τσοπάνο, να βόσκει τα αιγοπρόβατά του, παίζοντας τη φλογέρα του. Εκείνος παραξενεύτηκε, αφού σπάνια αντίκριζε άλλον άνθρωπο, εκτός από τον έμπορο που αγόραζε τα προϊόντα του. 
"Ποιος είσαι του λόγου σου ξένε;" τον ρώτησε.
"Είμαι ιεραπόστολος και ήρθα να σου μιλήσω για το Θεό. Ξέρεις τίποτε γι' αυτόν;", αποκρίθηκε ο ιεραπόστολος που δεν είχε χρόνο για περιττές τσιριμόνιες. 
"Η μανούλα μου, μου είχε μιλήσει για το Θεό, ότι έφτιαξε όλα τα πράγματα κι ότι αυτός αποφασίζει για όλα όσα συμβαίνουν, αλλά τίποτε άλλο δεν ξέρω", απάντησε ο βοσκός. 
"Πιστεύεις σ' Αυτόν;"
"Ναι πιστεύω, γιατί είναι δυνατός και σοφός, όπως κατάλαβα κοιτώντας τον κόσμο γύρω μου". 
"Ναι, αλλά προσεύχεσαι σ' Αυτόν;", επέμεινε ο ιεραπόστολος.
"Ναι, κάθε μέρα", απάντησε ο τσοπάνης. 
"Και τι προσευχή του απευθύνεις τέκνον μου;"
"Δεν ξέρω καμιά προσευχή, γι' αυτό έφτιαξα μια δική μου".
"Μπορείς να μου την πεις να την ακούσω;"
"Αμέσως: Ω Θεούλη μου, εσύ που είσαι καλός κι αγαπάς τα προβατάκια, κάνε νά 'ναι τα τραγιά μου βαρβάτα, οι προβατίνες μου καρπερές, κάνε να βγάζουν μπόλικο γάλα κάθε μέρα, να πήζει ωραία το τυρί, να βγάζει πιο παχύ βούτυρο, να είναι νόστιμο και πλούσιο το γιαούρτι..."
Ο ιεραπόστολος έφριξε κι έβαλε τις φωνές στον τσοπάνη.
Μα τι είναι αυτά που λες αμαρτωλέ, ολόκληρο Θεό κι εσύ του μιλάς για τα τραγιά, τα τυριά και τα γιαούρτια, αναθεματισμένε; Ποιος νομίζεις πως είναι ο Θεός;", έκανε με το πρόσωπό του κατακόκκινο από το θυμό. 
Ο βοσκός τα έχασε και ντράπηκε. Με τρεμάμενη φωνή απολογήθηκε. "Συγνώμη πάτερ μου, όμως εγώ δεν πήγα στο σχολείο, δεν φταίω εγώ, δεν φταίω, δεν ήθελα να προσβάλω το θεούλη", έκανε έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Ο ιεραπόστολος μαλάκωσε, αφού ο άνθρωπος ήταν αδαής κι όχι ασεβής. "Ο Θεός είναι πολύ μεγάλος και πρέπει να τον σέβεσαι", του είπε. "Τέτοιες άσχετες προσευχές δεν φτάνουν μέχρις Αυτόν. Το ξέρω πως δεν φταις εσύ, που ποτέ κανένας δεν σου μίλησε για το Θεό, εκτός από τα ελάχιστα που σου είπε η μάνα σου. Μην στεναχωριέσαι όμως, εγώ γι' αυτό ακριβώς ήρθα. Θα σου διδάξω μια σωστή προσευχή και θα τη λες κάθε πρωί μόλις ξυπνήσεις και κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς".
"Και ο Θεός θα την ακούει αυτήν την προσευχή;", αναθάρρησε ο βοσκός. 
"Φυσικά, είναι γραμμένη ειδικά για να την ακούει ο Θεός και να στέργει τους ανθρώπους", απάντησε με σιγουριά κι αυταρέσκεια ο ιερέας. "Αρχίζω λοιπόν κι εσύ να επαναλαμβάνεις μετά από εμένα: Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς..."
Ο βοσκός προσπάθησε να επαναλάβει αλλά δεν τα κατάφερε. "Ωραία και καλοσούσουμα τα λόγια που λες πάτερ, αλλά τι σημαίνουν, δεν τα καταλαβαίνω;"
Ο ιερέας άρχισε να το τα εξηγεί σε απλή γλώσσα και ο βοσκός τα βρήκε όλα πολύ όμορφα. Άρχισε να επαναλαμβάνει την προσευχή, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρις ότου την έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά. "Ευτυχώς που ήρθες πάτερ μου και μου έμαθες αυτήν την ωραία προσευχή, τώρα ο Θεός θα με ακούει και δεν θα είμαι μόνος μου πια", χάρηκε ο βοσκός, σαν μικρό παιδί. 
Ο ιεροκήρυκας ήταν πολύ ευχαριστημένος με το έργο του. Αφού βεβαιώθηκε γι' άλλη μια φορά ότι ο τσοπάνος είχε μάθει καλά την προσευχή, αναχώρησε για να κηρύξει το λόγο του Θεού και στο υπόλοιπο βασίλειο. Έκανε αντίστροφα τη διαδρομή απ' την οποία είχε έρθει, και σιγά σιγά άρχισε να κατηφορίζει προς τους πρόποδες της οροσειράς, στις όχθες της λίμνης όπου τον περίμενε η βάρκα του. 
Στο μεταξύ ο βοσκός κάθισε να προσευχηθεί, για πρώτη φορά μοναχός του. "Πάτερ ημών, ο εν... τοις... ουρανούς, άγια... τ' όνομά σου..." κόμπιασε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε κιόλας ξεχάσει την προσευχή που μόλις είχε αποστηθίσει. Τρομοκρατήθηκε! Τώρα πώς θα τον άκουγε ο Θεός; Τι θα έκανε από εδώ και πέρα χωρίς προσευχή; Άρχισε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσαν χίλιοι διάβολοι, μήπως και προλάβει τον ιεροκήρυκα, να του ξαναπεί την προσευχή. 
Ροβολούσε τις πλαγιές σαν κατσίκι, πιλαλούσε τις ραχούλες, ώσπου έφτασε στην όχθη της λίμνης, όμως είδε τον ιερέα να έχει απομακρυνθεί με τη βάρκα του και μόλις που φαινόταν στο βάθος του ορίζοντα. Ο βοσκός δεν είχε δει ποτέ μια τέτοια έκταση νερού, αφού όλη του τη ζωή την πέρασε στο οροπέδιο που έβοσκε τα ζώα του. Μέσα στην απελπισία του και στην άγνοιά του, όρμησε μέσα στη λίμνη και άρχισε να τρέχει επάνω στην επιφάνεια του νερού! 
Κάποια στιγμή, πρόλαβε τον ιερέα, ο οποίος κωπηλατούσε αργά αργά. Εκείνος έμεινε αποσβολωμένος και με το στόμα να χάσκει από έκπληξη, όταν είδε το βοσκό να φτάνει τρέχοντας επάνω στο νερό. 
"Πάτερ, πάτερ, περίμενέ με το φτωχό, περίμενέ με, ξέχασα την προσευχή που με δίδαξες και θέλω να μου την ξαναπείς", φώναξε ο βοσκός με κομμένη την ανάσα απ' το τρέξιμο και τη λαχτάρα.
Ο ιεροκήρυκας έπεσε στα γόνατα. "Μη δίνεις σημασία σ' αυτά που σε δίδαξα καλέ μου άνθρωπε. Σε παρακαλώ όμως ταπεινά να μου μάθεις κι εμένα να λέω εκείνη την προσευχή με τα τραγιά, τα τυριά και τα γιαούρτια"...
Ηθικό δίδαγμα: Μια προσευχή βγαλμένη από μια αθώα ψυχή και μια καθαρή καρδιά, είναι προτιμότερη από μια αποστηθισμένη και παπαγαλισμένη, και μπορεί στ' αλήθεια να κάνει θαύματα.
Το αχόρταγο μάτι μας

Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς και ταξίδευε με το προσωπικό του σκάφος. Όμως, σε μια κακοκαιρία, το σκάφος βούλιαξε και ο βασιλιάς κινδύνεψε να πνιγεί. Τούτο και θα γινόταν, εάν δεν έβλεπε τη σκηνή ένας ταπεινός ψαράς και με κίνδυνο της ζωής του δεν έσωζε τη ζωή του βασιλιά.
Ο βασιλιάς θέλησε να ευχαριστήσει τον ψαρά και του έταξε το εξής: "Βγες με τη βάρκα σου για ψάρεμα και όσα ψάρια πιάσεις θα σου δώσω το βάρος τους σε χρυσάφι", του είπε.
Χαρούμενος ο ψαράς, φόρτωσε στο καΐκι του το πιο μεγάλο του δίχτυ και ανοίχτηκε για να ψαρέψει. Ωστόσο, η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Όταν τράβηξε τα δίχτυα του, για πρώτη φορά στη ζωή του δεν είχε πιάσει ούτε ένα ψάρι. Μόνο ένα μάτι από ψάρι είχε πιαστεί σε ένα από τα άγκιστρα του διχτυού. 
Απογοητευμένος ο ψαράς πήρε τη μηδαμινή ψαριά του και κίνησε για το παλάτι. Εκεί ο βασιλιάς είχε ετοιμάσει την αίθουσα του θρόνου για την τελετή της ανταμοιβής. Στο κέντρο της αίθουσας είχε στηθεί μια μεγάλη ζυγαριά ακριβείας, με δύο τάσια: στο ένα θα έβαζαν την ψαριά και στο άλλο το χρυσάφι. Δίπλα στη ζυγαριά είχε στηθεί ένας σωρός από μικρά τσουβάλια χρυσού. 
Όταν ο ψαράς έδειξε το μάτι που του είχε αποφέρει η ψαριά εκείνης της ημέρας, ο βασιλιάς γέλασε. "Είσαι πολύ άτυχος αγαπητέ μου", του είπε, "ωστόσο ας τηρήσουμε τη συμφωνία κι ας ζυγίσουμε την ψαριά σου". Έβαλε λοιπόν το μάτι του ψαριού στο ένα τάσι της ζυγαριάς κι έριξε ένα τσουβαλάκι χρυσού στο άλλο, σκοπεύοντας να φανεί όσο το δυνατόν γενναιόδωρος.
Προς μεγάλη έκπληξη όλων των παρευρισκομένων, η ζυγαριά δεν έγειρε προς το μέρος του χρυσού, παρά το γεγονός ότι ένα τσουβάλι χρυσάφι είναι σίγουρα πιο βαρύ από ένα μάτι ψαριού. 
Γεμάτος περιέργεια ο βασιλιάς, έριξε κι ένα δεύτερο τσουβαλάκι χρυσάφι στη ζυγαριά, ξανά όμως αυτή δεν κινήθηκε καθόλου και το μάτι έδειχνε να είναι και πάλι πιο βαρύ. Έριξε τρίτο, έριξε τέταρτο και το αποτέλεσμα δεν άλλαζε. Στο τέλος είχε ρίξει όλο το χρυσάφι που υπήρχε στην αίθουσα κι όμως το μάτι ακόμη έδειχνε βαρύτερο. 
Γεμάτος απορία ο βασιλιάς, έστειλε τον αγγελιοφόρο του να φωνάξει στο παλάτι το σοφό του βασιλείου, έναν γέροντα ερημίτη που είχε τη σκήτη του στο βουνό. Μετά από αρκετή αναμονή, ο σοφός έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Ο βασιλιάς του εξήγησε το τι ακριβώς είχε συμβεί και του ζήτησε να του δώσει μια εξήγηση για το θαυμαστό αυτό γεγονός. 
Ο σοφός περιεργάστηκε για λίγο τη ζυγαριά με το μάτι και το χρυσάφι, χωρίς να μιλήσει και ξαφνικά πήγε στο τζάκι, πήρε μια χούφτα στάχτη και με αυτήν κάλυψε το μάτι. Άξαφνα η ζυγαριά ανατράπηκε με πάταγο που έκανε όλους τους αυλικούς αλλά και το βασιλιά να τιναχτούν έντρομοι από τη θέση τους. Η ισορροπία και η λογική είχαν επιτέλους αποκατασταθεί. 
Ο βασιλιάς ζήτησε εξηγήσεις από το σοφό, για το τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί. "Βασιλιά μου", απάντησε ο γέροντας, "το μάτι δεν χορταίνει ποτέ, όσο χρυσάφι και να του δώσεις. Εάν δεν το κάλυπτα με τη στάχτη, θα έχανες όλο σου το βασίλειο και πάλι η ζυγαριά δεν θα είχε γύρει".
Εκείνη την ημέρα υπήρξαν δύο κερδισμένοι στο βασίλειο: Ο βασιλιάς που εκτός από τη σωτηρία της ζωής του είχε κερδίσει ένα γερό μάθημα και ο ψαράς που τελικά δέχτηκε να φύγει από το παλάτι με εκατό τσουβαλάκια χρυσού...

Οι δύο λύκοι

Κάποτε ένας Ινδιάνος Τσερόκι μίλησε στον εγγονό του για την μάχη που γίνεται στην καρδιά των ανθρώπων.
Του είπε:
"Παιδί μου μέσα μας πολεμούν δύο λύκοι.
Ο ένας λύκος είναι το κακό.
Είναι ο φθόνος, είναι η αλαζονεία, το ψέμα, η υπεροψία, ο εγωισμός.
Ο άλλος λύκος είναι το καλό.
Είναι η χαρά, η αλήθεια, η ανιδιοτέλεια, η γενναιοδωρία, η αγάπη."
Ο εγγονός έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά ρώτησε:
"Ποιος λύκος κερδίζει;"
Και τότε ο γέροντας του απάντησε:
"Αυτός που ταΐζεις!"
Ας δίνουμε τροφή σε όλα όσα μας κάνουν καλύτερους.

Αδελφική Αγάπη

Τρεις Αδελφοί συμφώνησαν να θερίσουν εξήντα στρέμματα χωράφι. Την πρώτη μέρα όμως που έπιασαν δουλειά έτυχε ν' αρρωστήσει ο ένας από τους τρεις και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη σκήτη. 
Οι άλλοι δύο που έμειναν είπαν μεταξύ τους: 
-Δεν κάνουμε μια μικρή προσπάθεια να θερίσουμε κι εκείνο που αναλογεί στον Αδελφό; Με την ευχή του θα το κατορθώσουμε. 
Το είπαν και το έκαναν. Όταν τέλειωσε το θέρισμα, κάλεσαν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του. 
-Ποιο μισθό; έλεγε εκείνος. Αφού δεν πρόλαβα να θερίσω.
-Με την ευχή σου έγινε όπως πρέπει η δουλειά, του απαντούσαν οι δύο άλλοι. Έλα τώρα να πληρωθείς.
Επειδή εκείνος δεν δεχόταν να πάρει μισθό και οι άλλοι επέμεναν να του δώσουν, για να μη φιλονικούν πήγαν σ' ένα γείτονά τους Γέροντα να τους λύσει τη διαφορά. 
-Αββά, άρχισε πρώτος ο Αδελφός που είχε αρρωστήσει, πήγαμε οι τρεις μας να θερίσουμε. Εγώ όμως, προτού πιάσω δρεπάνι στο χέρι, αρρώστησα και έφυγα. Οι Αδελφοί εδώ με αναγκάζουν τώρα να πάρω μισθό, που δεν εργάστηκα. Το βρίσκεις δίκαιο αυτό; 
-Αββά, επενέβησαν οι άλλοι, οι τρεις μαζί αναλάβαμε εξήντα στρέμματα χωράφι. Αν θερίζαμε όλοι, είναι απίθανο να τελειώναμε στην ορισμένη προθεσμία. Όμως με την ευχή του Αδελφού οι δύο μας το βγάλαμε εις πέρας πολύ πιο γρήγορα.
Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να πάρει το μισθό του;
Ο Γέροντας θαύμασε την αγάπη των Αδελφών εκείνων.
Πήρε ευθύς το ξύλο κι έκρουσε για να μαζευτούν όλοι οι Μοναχοί της σκήτης σε σύναξη. 
-Ελάτε, Πατέρες και Αδελφοί, να κάνουμε σήμερα μια δίκη, τους είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, και διηγήθηκε την υπόθεση. 
Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκάσουν τον Αδελφό να πάρει το μισθό του. Εκείνος τον πήρε κλαίγοντας κι έλεγε διαρκώς, πως την ημέρα εκείνη οι Αδελφοί τον είχαν αδικήσει.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΛΥΒΙΟΥ

Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;
Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ.
Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοίταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι το λέμε "Θεό" και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβήνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.
Παιδική αγάπη

Βρέθηκα σε ένα κατάστημα, στο διάδρομο με τα παιχνίδια.
Με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, το οποίο κρατούσε μια κούκλα.
Δε σταματούσε να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη σφίγγει προσεκτικά πάνω του.
Αναρωτήθηκα για ποιον προοριζόταν αυτή η κούκλα.
Το αγοράκι γύρισε κάποια στιγμή προς την κυρία που βρισκόταν πλάι του:
«Θεία μου, είσαι σίγουρη ότι δε μου φτάνουν τα λεφτά;»
Η γυναίκα του απάντησε χάνοντας κάπως την υπομονή της:
«Είπαμε ότι δεν έχεις αρκετά λεφτά για να την αγοράσεις.»
Έπειτα, η θεία του, του ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει για λίγο, κι εκείνη έφυγε βιαστικά. Το αγοράκι κρατούσε ακόμη στα χέρια του την κούκλα.
Τελικά, κατευθύνθηκα προς το παιδί και το ρώτησα σε ποιον ήθελε να δώσει την κούκλα.
«Αυτή την κούκλα την ήθελε η αδερφή μου περισσότερο από καθετί για τα Χριστούγεννα. Ήταν σίγουρη ότι θα της την έφερνε ο Άι-Βασίλης..»
Του είπα τότε ότι μπορεί και να της την έφερνε, κι εκείνο μου είπε θλιμμένο:
«Όχι, ο Άι-Βασίλης δεν μπορεί να πάει εκεί που είναι τώρα η αδερφή μου…
Πρέπει να δώσω την κούκλα στη μαμά μου να της την πάει.»
Τα μάτια του ήταν πολύ θλιμμένα ενώ έλεγε αυτά τα λόγια.
«Πήγε να συναντήσει τον Χριστούλη. Ο μπαμπάς λέει ότι και η μαμά θα πάει να συναντήσει το Χριστούλη σε λιγάκι.
Έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να πάρει την κούκλα μαζί της και να την πάει στην αδερφούλα μου.»
Η καρδιά μου πήγε να σταματήσει.
Το αγοράκι σήκωσε το βλέμμα προς εμένα και μου είπε:
«Είπα στον μπαμπά να πει στη μαμά να μη φύγει αμέσως.
Ζήτησα να περιμένει μέχρι να γυρίσω από το μαγαζί.»
Μετά, μου έδειξε μία φωτογραφία που απεικόνιζε το ίδιο το αγοράκι μέσα στο κατάστημα να κρατάει την κούκλα, και μου είπε:
«Θέλω η μαμά να πάρει κι αυτή τη φωτογραφία μαζί της, για να μη με ξεχάσει. Την αγαπάω τη μαμά και δε θέλω να μ’ αφήσει, αλλά ο μπαμπάς λέει ότι πρέπει να πάει μαζί με την αδερφούλα μου.»
Ύστερα, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλό.
Έψαξα στην τσάντα μου κι έβγαλα από μέσα ένα μάτσο χαρτονομίσματα και ρώτησα το αγοράκι:
«Τι λες να μετρήσουμε τα λεφτά σου μια τελευταία φορά για να σιγουρευτούμε;»
Εκείνο απάντησε:
«Εντάξει, όμως πρέπει να βγουν αρκετά.»
Έριξα κρυφά κάποια χρήματα μαζί με τα δικά του και αρχίσαμε το μέτρημα. Έφταναν με το παραπάνω για την κούκλα.. Περίσσευαν κιόλας αρκετά.
Το αγοράκι ψιθύρισε:
«Ευχαριστώ Χριστούλη που μου έδωσες αρκετά λεφτά.»
Έπειτα με κοίταξε και είπε:
«Είχα ζητήσει από το Χριστούλη να κάνει να έχω αρκετά λεφτά για ν’ αγοράσω την κούκλα και η μαμά μου να μπορεί να την πάει στην αδερφούλα μου.
Εκείνος άκουσε την προσευχή μου.
Ήθελα να έχω αρκετά λεφτά για ν’ αγοράσω και ένα λευκό τριαντάφυλλο για τη μαμά, όμως δεν τόλμησα να του το ζητήσω.
Εκείνος μου έδωσε αρκετά λεφτά για ν’ αγοράσω την κούκλα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Ξέρετε, αρέσουν πολύ τα λευκά τριαντάφυλλα στη μαμά…»
Λίγα λεπτά αργότερα, η θεία του ξαναγύρισε, κι εγώ απομακρύνθηκα σπρώχνοντας το καροτσάκι μου.
Τέλειωνα τα ψώνια μου με ένα συναίσθημα εντελώς διαφορετικό από ότι όταν τα άρχιζα.
Δεν μπορούσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου το αγοράκι.
Μετά θυμήθηκα ένα άρθρο στην εφημερίδα, λίγες μέρες πριν, που μιλούσε για έναν οδηγό σε κατάσταση μέθης που είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μια νεαρή γυναίκα με την κόρη της.
Το κοριτσάκι είχε πεθάνει ακαριαία και η μητέρα ήταν σοβαρά τραυματισμένη. Η οικογένεια έπρεπε να αποφασίσει εάν θα της διέκοπταν την αναπνευστική στήριξη….
Να ήταν άραγε η οικογένεια του μικρού αγοριού;
Δυο μέρες μετά, διάβασα στην εφημερίδα ότι η νεαρή γυναίκα ήταν νεκρή.
Δεν μπόρεσα να μην πάω ν’ αγοράσω ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα και να βρεθώ στην αίθουσα όπου εκθέταν τη σωρό της.
Ήταν εκεί και κρατούσε ένα όμορφο λευκό τριαντάφυλλο στο χέρι της, μαζί με μία κούκλα και τη φωτογραφία του μικρού αγοριού από στο κατάστημα.
Έφυγα από την αίθουσα κλαίγοντας και με την αίσθηση ότι η ζωή μου θα άλλαζε για πάντα.
Η αγάπη που είχε αυτό το αγοράκι για τη μαμά του και την αδερφή του ήταν τόσο μεγάλη, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας μεθυσμένος οδηγός του τα πήρε όλα μακριά…
Ο άνθρωπος κι η αγάπη

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό. Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την πρώτη του αγάπη, κοντούλα κ στρουμπουλή. Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο όμορφη.
Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά κι άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά.
Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
-Μ αγαπούσε και με χάλασε; Πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη; Έλεγε και ξανάλεγε. Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει:
-Άκουσε να σου πω! Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αγάπη. Μην τον παρεξηγείς. Κοίταξε εμένα που μια ζωή με μαδάει για να μάθει.

Πούπουλα στον άνεμο

Μια γυναίκα κουτσομπόλευε με τις φίλες της έναν άνδρα γείτονα τους, που μετά βίας γνώριζαν. Την ίδια νύχτα η γυναίκα, είδε ένα όνειρο: Ένα θεόρατο χέρι εμφανίστηκε επάνω από το κεφάλι της, δείχνοντάς την επικριτικά. 
Αμέσως καταλήφθηκε από ένα αδυσώπητο αίσθημα ενοχής. 
Την επόμενη μέρα πήγε να εξομολογηθεί. Βρήκε έναν ηλικιωμένο πνευματικό της ενορίας της και του εξιστόρησε τα καθέκαστα: «Είναι αμαρτία το κουτσομπολιό;» τον ρώτησε.
Ήταν το επικριτικό χέρι του Θεού, αυτό που με σημάδευε;
Πρέπει να ζητήσω συχώρεση πάτερ; Έκανα κάτι κακό;»
«Ναι,» απάντησε ο ιερωμένος. «Ναι, ανόητη και άξεστη γυναίκα! Διέδωσες ψεύδη για το γείτονά σου. Έπαιξες άσκοπα με την υπόληψή του και θα ‘πρεπε βαθιά να μετανοείς».
Η γυναίκα δήλωσε μετανιωμένη και ζήτησε συχώρεση.
«Όχι τόσο γρήγορα,» απάντησε ο παπάς. «Θέλω να γυρίσεις σπίτι σου, να πάρεις ένα μαξιλάρι και να ανέβεις στη στέγη του σπιτιού σου∙ εκεί, θέλω να ξεκοιλιάσεις το μαξιλάρι με ένα μαχαίρι κι έπειτα να γυρίσεις πάλι εδώ».
Η γυναίκα γύρισε σπίτι της, πήρε ένα μαξιλάρι από το κρεβάτι της κι ένα μαχαίρι από την κουζίνα, ανέβηκε στη στέγη του σπιτιού της και το μαχαίρωσε. 
Έπειτα γύρισε στον ιερωμένο.
-Έσκισες το μαξιλάρι όπως σου ζήτησα; τη ρώτησε εκείνος. 
-Ναι, πάτερ.
-Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
-Πούπουλα, απάντησε εκείνη, πούπουλα παντού! Η γειτονιά μας, γέμισε με πούπουλα!
-Τώρα θέλω να γυρίσεις πίσω και να τα μαζέψεις όλα, ένα-ένα.
-Μα αυτό δε μπορεί να γίνει. Δε ξέρω που κατέληξαν. Ο άνεμος τα παρέσυρε μακριά και τα σκόρπισε παντού.
-Έτσι ακριβώς, είπε ο ιερωμένος, συμβαίνει και με το κουτσομπολιό.

Η αίθουσα με τους καθρέπτες

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς, που πίστευε πως ήταν σοφός και δίκαιος κι ονειρευόταν να φέρει την ευημερία και την ευτυχία στους υπηκόους του. Ήθελε, όταν διάβαινε τους δρόμους του βασιλείου του με την αστραφτερή του άμαξα, ο λαός να τον επευφημεί και να εκδηλώνει την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Έτσι και συνέβαινε. Τόσο μάλιστα σοφό και δίκαιο θεωρούσε τον εαυτό του, που αποφάσισε να αντικαταστήσει τους δικαστές και να δικάζει μόνος του όλες τις σοβαρές υποθέσεις. 
Όμως τελευταία τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Οι χειμώνες άρχισαν να γίνονται δυσκολότεροι, οι φόροι ολοένα και βαρύτεροι, οι νόμοι διαρκώς σκληρότεροι και ο λαός όλο και πιο δυσαρεστημένος. Ο βασιλιάς τελευταία κυβερνούσε δεσποτικά, δίκαζε με αναλγησία και ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, μακαρίζοντας τον εαυτό του για τη σοφία με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, ο οποίος τον είχε επιλέξει για να κυβερνά τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν διάβαινε τους δρόμους του βασιλείου του με την αστραφτερή του άμαξα, ο κόσμος τον επευφημούσε κι εκδήλωνε την αγάπη και την αφοσίωσή του με κάθε τρόπο. Ο βασιλιάς έγνεφε από το παράθυρο, όλος μακαριότητα. Δεν γνώριζε όμως πως ανάμεσα στο πλήθος βρίσκονταν εκατοντάδες άντρες της μυστικής του αστυνομίας, οι οποίοι συλλάμβαναν και βασάνιζαν όποιον τολμούσε να μη χειροκροτά μ’ ενθουσιασμό, ή δεν φώναζε αρκετά δυνατά. 
Κάποια νύχτα, την ώρα που ο βασιλιάς διοργάνωνε τσιμπούσι για τους πολυαγαπημένους του κόλακες, εμφανίστηκε στην πύλη του παλατιού ένας γέρος τυφλός ζητιάνος. Ήταν καμπουριαστός και στηριζόταν σε ένα μακρύ ραβδί, φορούσε κάπα και κουκούλα, που κρατούσε τα τυφλά του μάτια στη σκιά, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Οι φρουροί, μετά από εντολή του βασιλιά, αφού οι οδοιπόροι έφερναν πάντοτε νέα από τον έξω κόσμο, τον οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα όπου διεξαγόταν η γιορτή και τον έβαλαν σε μια γωνιά κοντά στο μεγάλο τζάκι, δίνοντάς του κρέας και ψωμί για να χορτάσει και κρασί για να μεθύσει και να διασκεδάσει. Εκείνος κάθισε ήρεμα στη γωνιά του, δίχως να πει κουβέντα. Φαινόταν να παρακολουθεί αδιάφορα χωρίς να βλέπει, το γλέντι, τα εύθυμα χαχανητά και τα τραγούδια των μεθυσμένων συνδαιτυμόνων, το λάγνο χορό των παλλακίδων, την οργιαστική μουσική των αυλών και των λαούτων. 
Ξάφνου, σηκώθηκε και χτύπησε τρεις φορές το ραβδί του στο μωσαϊκό του πατώματος, τόσο δυνατά, που κάθε άλλος ήχος της γιορτής σταμάτησε απότομα. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα έπεσε σιωπή και αμηχανία. «Είμαι τυφλός κι όμως βλέπω καλύτερα από εσένα», αντήχησε στεντόρεια η φωνή του γέροντα, «είμαι φτωχός κι όμως εσύ έχεις λιγότερα από μένα, είμαι αμόρφωτος και πάλι εσύ γνωρίζεις πιο λίγα από του λόγου μου, είμαι άκληρος μα το βασίλειό σου είναι πιο μικρό απ’ το δικό μου, βασιλιά μου.» Όλοι έμειναν άναυδοι να κοιτάν τον ξένο, μην μπορώντας να πιστέψουν το παράτολμο θράσος του. Η σαστιμάρα τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, αφού ο γέρος έδειχνε τώρα ψηλός κι ευθυτενής και ανέδιδε έναν αέρα ανυπέρβλητης δύναμης και φυσικής εξουσίας, ενώ τα τυφλά του μάτια γυάλιζαν σαν πυρωμένα κάρβουνα, μέσα απ’ τη σκιά της κουκούλας του. Αγανακτισμένος ο βασιλιάς έδωσε εντολή στους φρουρούς του να συλλάβουν τον ασεβή γέροντα, όμως πριν προφτάσει κάποιος να κινηθεί, εκείνος χτύπησε για μία ακόμη φορά τη ράβδο του στο πάτωμα και τότε όλοι μέσα στην αίθουσα έπεσαν σ’ έναν βαθύ λήθαργο, βαρύ σαν μολύβι...
...Ο βασιλιάς, βρέθηκε να στέκεται όρθιος μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα, γεμάτη με καθρέπτες. Παραζαλισμένος ακόμη από την βαθιά, μαγική του νάρκη, παρατήρησε πως η αίθουσα ήταν αχανής κι ολόκληρη ασφυκτικά γεμάτη από το είδωλό του. Εκατομμύρια αντανακλάσεις του εαυτού του γέμιζαν το χώρο, που έδειχνε να εκτείνεται ως το άπειρο, και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δει εκτός από την αφεντιά του, προφίλ, ανφάς, από την πλάτη, από πάνω ή από κάτω. Κάθε του κίνηση δημιουργούσε ένα πολύχρωμο και βιαστικό πλήθος, που έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιες αντανακλάσεις έδειχναν χαρούμενες, άλλες θλιμμένες, μερικές γεμάτες οργή κι άλλες εντυπωσιασμένες, σε περίσκεψη ή σε παροξυσμό, ανάλογα με τη γωνία που κάθε φορά κοιτούσε. Η ακουστική του χώρου ήταν τέτοια που με κάθε ήχο που έβγαζε, το πλήθος των ειδώλων του αποκτούσε λαλιά, πολύβουο, πολυάσχολο και ταραχώδες. 
«Σου αρέσει ο κόσμος σου βασιλιά;» ακούστηκε περιπαικτική η φωνή του γέρου. 
«Σε διατάζω να με αφήσεις να φύγω τώρα, ειδάλλως η εκδίκησή μου θα είναι τρομερή!!» έκανε ο βασιλιάς με την συνήθεια που είχε να προστάζει. Το πλήθος των ειδώλων άρχισε να βρυχάται απειλητικά.
«Δεν ανήκω στον κόσμο σου βασιλιά, ούτε υπόκειμαι στους νόμους σου, οπότε άδικα προσπαθείς να με προστάξεις» ανταπάντησε ο γέρος, όμως η φωνή του έμεινε ξεκάθαρη και χωρίς αντίλαλο. «Το είδωλό μου δεν ανακλάται απ’ τους καθρέπτες, και δεν έχω ηχώ. Δεν μπορείς να με δεις κι αν και ακούς τη φωνή μου, δεν είσαι ικανός να με ακούσεις.» 
Ο βασιλιάς γύρισε απότομα να κοιτάξει, δημιουργώντας ένα γιγάντιο κύμα από περιστροφικές κινήσεις κεφαλιών που σάρωσαν το χώρο, αλλά μάταια. Ο γέρος δεν φαινόταν πουθενά. «Είμαι τυφλός και γι’ αυτό μπορώ να βγω όποτε θέλω απ’ την αίθουσα. Σου εύχομαι καλή τύχη βασιλιά», ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του. 
Εξοργισμένος ο βασιλιάς, άρχισε να βρίζει, ν’ απειλεί και να μαίνεται, προκαλώντας μια τέτοια θηριώδη αναμπουμπούλα, που φοβήθηκε κι αυτός ο ίδιος. Ήταν φανερό πως ο γέρος είχε φύγει από την αίθουσα. Μετά ο βασιλιάς γέλασε με αυταρέσκεια. Ήταν τόσο σοφός, που θα έβρισκε τη λύση στο γρίφο και το σωστό δρόμο που οδηγούσε έξω από το λαβύρινθο. Ήταν απλά θέμα χρόνου και λογικής. Θα αποδείκνυε στον απαίσιο γέρο γητευτή ότι τα έβαλε με λάθος άνθρωπο. Θα έβρισκε την έξοδο και μετά θα γκρέμιζε αυτό το αρρωστημένο κατασκεύασμα και δεν θα ησύχαζε εάν δεν παρέδιδε το μάγο στον πιο μοχθηρό του δήμιο. Κανείς δεν μπορούσε να παίζει έτσι μʼ έναν βασιλιά, όπως του λόγου του. Άρχισε να κινείται προσεκτικά και ψηλαφώντας, ανάμεσα στους επενδυμένους με καθρέπτες διαδρόμους. Μεθοδικά, με προσοχή και με σύστημα, σίγουρος ότι με κάθε βήμα του πλησίαζε την έξοδο.
Περιπλανήθηκε, περιπλανήθηκε, ώσπου έχασε την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και του φαινόταν πως περπατούσε για χρόνια. Η αίθουσα δεν τελείωνε ποτέ και η έξοδος δεν βρισκόταν πουθενά. Πεινούσε, διψούσε κι ήταν αποκαμωμένος. 
Κάθισε κάτω νιώθοντας για πρώτη φορά ανήμπορος. Εδώ και κάμποση ώρα είχε χάσει εντελώς την πίστη του στις ικανότητές του. Έβλεπε με τρόμο το θάνατο από πείνα και δίψα να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Άρχισε να λυπάται για τον εαυτό του. Ήταν το αθώο θύμα ενός καταραμένου μαύρου μάγου, που ζήλεψε την ευημερία του βασιλείου του και την ευτυχία των υπηκόων του και τον καταράστηκε σκληρά. Ο Θεός τού ανταπέδωσε με κακό, τα καλά και τις αγαθοεργίες που είχε κάνει, με αδικία τη δικαιοσύνη του. Δεν αξίζει να πιστεύει κανείς σε έναν τέτοιο άδικο και κακό Θεό. Εάν έβγαινε από εδώ, θα γκρέμιζε όλους τους ναούς στο βασίλειο. Ακόμη καλύτερα, θα τους έκανε στάβλους για τα άλογά του, ή πορνεία, ή φυλακές.
Άρχισε να κλαίει από οργή και απόγνωση, ενώ τα είδωλά του έβγαζαν φρικιαστικούς θρήνους και οιμωγές. Μαζί με τα δάκρυα ξεχείλισε και η απελπισία, αντάμα και η βία. Σήκωσε το σκήπτρο του και άρχισε να χτυπάει τους καθρέπτες, ελπίζοντας πως αν τους έσπαζε όλους, θα έβρισκε την έξοδο· του κάκου όμως! Οι μαγεμένοι καθρέπτες δεν έδειξαν να υπολογίζουν τα χτυπήματά του. Ένα αλαλλάζον πανδαιμόνιο γεννιόταν με κάθε του προσπάθεια, ώσπου στο τέλος δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στα γόνατα, με τα χέρια στ’ αυτιά του και τα μάτια του ερμητικά κλειστά. 
Ξαφνικά όλα ηρέμησαν. Οι ήχοι καταλάγιασαν, οι αντανακλάσεις εξαφανίστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά, εδώ και -κανείς δεν ξέρει πόσον- καιρό, που δεν έβλεπε πια τον εαυτό του. Ήταν η πρώτη φορά, από τότε που ξεκίνησε τούτο το κακό, που ένιωσε ένα ανθρώπινο συναίσθημα ανακούφισης. Πόσο όμορφα αισθανόταν, χωρίς τον όχλο των ειδώλων του, που παραληρούσε! 
Παραδόθηκε σ’ έναν λυτρωτικό ύπνο, για πολλές ώρες και ξύπνησε νιώθοντας άλλος άνθρωπος. Δεν βιάστηκε όμως νʼ ανοίξει τα μάτια. Δεν άντεχε να δει ξανά το ίδιο του το βλέμμα, να τον κοιτά πεινασμένο μέσα από κάθε δυνατή κατεύθυνση, πίσω από κάθε πιθανή γωνία. «Κάθε πιθανή γωνία;» αναρωτήθηκε άξαφνα. «Κάθε πιθανή γωνία... Και ο τυφλός μπορεί να βγει όποτε θέλει από δω, χωρίς δυσκολία;» άρχισε να δουλεύει το μυαλό του. Τότε, άξαφνα, όπως ένας αρχαίος σοφός που πετάχτηκε γυμνός απ’ το μπάνιο του, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Άνοιξε με προσοχή τα μάτια, προσπαθώντας να βλέπει όσο το δυνατόν λιγότερο γύρω του.
Κοιτούσε χαμηλά, κρατώντας τα δυο του χέρια σε μικρή απόσταση μπροστά στα μάτια του, ώστε να βλέπει μόνο στο πλάι, με τις άκρες των ματιών. Περπατώντας στα τέσσερα, άρχισε ν’ ανιχνεύει το χώρο, ώσπου τελικά βρήκε μια οπτική γωνία, στην οποία δεν φαινόταν καμία του αντανάκλαση. Όταν δεν έβλεπε πια τον εαυτό του, είδε πολύ απλά την έξοδο. Βρισκόταν ακριβώς μπροστά στο σημείο που στεκόταν αρχικά, όταν άκουσε το γέρο να του εύχεται «καλή τύχη». Όταν βγήκε έξω απ’ την αίθουσα, πρόσεξε ότι δεν ήταν μεγαλύτερη από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του στο παλάτι, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας πικρόχολα. 
«Αυτός ήταν μέχρι σήμερα ο κόσμος σου βασιλιά» ακούστηκε και πάλι η γνώριμη φωνή. Ο βασιλιάς γύρισε και τον είδε να σαλεύει, μια σκιά μέσα στις σκιές. «Το βασίλειό σου, ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα δωμάτιο κι ο απέραντος κόσμος σου, έβρισκε διαρκώς πάνω σε τοίχους. Ποτέ σου δεν αντίκρισες κανέναν, εκτός απ’ τον εαυτό σου. Όλοι γύρω σου, ο λαός, οι στρατιώτες, οι κόλακες, οι υπουργοί σου, ήταν αντανακλάσεις του ειδώλου σου, καθρέπτης μέσα σε καθρέπτη, αναπαραστάσεις του Εγώ σου. Ήσουν πάντοτε μόνος, ανάμεσα στο συρφετό των πολλαπλών σου ειδώλων. Γι’ αυτά ήταν η σοφία, γι’ αυτά κι η δικαιοσύνη σου, γι’ αυτά η ευημερία κι η ευτυχία. Γι’ αυτά η ματαιότητα, γι’ αυτά κι οι εκδηλώσεις αγάπης κι αφοσίωσης…» Έκανε μια παύση, σαν κάτι να στοχάζονταν. «Χαίρομαι ειλικρινά, που βρήκες την έξοδο προς τον πραγματικό κόσμο βασιλιά» συνέχισε. 
Ο βασιλιάς δεν ένιωθε πια οργή, ούτε και φόβο για το γέρο. Μέσα του άρχισε να σαλεύει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα σεβασμού. «Κι αν δεν έβρισκα την έξοδο; Θα με άφηνες να πεθάνω;» ρώτησε με κάποιο παράπονο στη φωνή του.
«Κανείς δεν μπαίνει στην Αίθουσα με τους Καθρέπτες εάν δεν είναι ήδη ικανός να βρει την έξοδο. Άλλωστε, ήμουν πίσω σου σε όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας σου, αλλά εσύ ήσουν τόσο απασχολημένος με το να χαζεύεις το είδωλό σου και να σχεδιάζεις τι θα μού ‘κανες εάν μ’ έβρισκες, που φυσικά δεν μπορούσες να με δεις» απάντησε σοβαρά ο γέροντας. «Γύρισε στο παλάτι σου τώρα και να γίνεις καλύτερος κυβερνήτης.» 
Ο βασιλιάς δεν βρήκε τίποτε να πει, ίσως από ντροπή, ίσως από επίγνωση και γύρισε να φύγει. Όταν είχε κάνει τρία βήματα, κοντοστάθηκε και γύρισε ξανά προς τα πίσω. «Ποιος είσαι;» ρώτησε το γέρο. 
«Είμαι ο οδηγός σου» αποκρίθηκε αυτός. Τότε, μέσα απ’ τις σκιές, ο βασιλιάς είδε εμβρόντητος να προβάλει, ένα δεκάχρονο αγόρι, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο. «Εγώ δεν έχω μορφή. Είναι τα δικά σου μάτια που άλλαξαν και με βλέπουν διαφορετικό»
του είπε, σαν να διάβασε τη σκέψη του. «Είθε με τα μάτια αυτά να κυβερνήσεις…»
Εκείνη τη στιγμή, η πρώτη ακτίνα της αυγής, αχνοφώτισε τον ουρανό. Πίσω της γοργά ο ήλιος καβαλάρης ροβόλησε τις ράχες των βουνών∙ κι ο βασιλιάς αντίκρυσε για πρώτη φορά το βασίλειό του.
Ο πνευματικός

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ιερωμένος πολύ ευσεβής. Ήταν μάλιστα και πνευματικός κι εξομολογούσε τους πιστούς. Έτσι, έκρινε τα αμαρτήματα των ανθρώπων και τους έβαζε να μετανοούν. Έφτασε να πιστεύει πως ξέρει τι είναι το καλό και το κακό. 
Ένα πρωί, του εμφανίστηκε ένας άγγελος. "Ο Θεός με έστειλε για να σου δείξω κάτι", του είπε. Τον πήρε και τον μετέφερε με θαυμαστό τρόπο πίσω από ένα θάμνο. "Πες μου τι βλέπεις;", τον ρώτησε. "Βλέπω έναν πλάτανο με παχύ ίσκιο και μια βρύση με δροσερό νερό να ρέει πλάι του", αποκρίθηκε αυτός. "Τώρα θα πρέπει να μου ορκιστείς ότι δεν θα επέμβεις ή έστω μιλήσεις, ό,τι και να δεις να συμβαίνει", τον πρόσταξε ο άγγελος. Ο ιερέας ορκίστηκε με κατάνυξη. 
Μετά από λίγο, εμφανίστηκε ένας πλούσιος με το άλογό του και σταμάτησε να πιει νερό και να ξαποστάσει. Ήπιε νερό και ξάπλωσε για λίγο κάτω από το δροσερό ίσκιο του πλάτανου, όπου πήρε έναν υπνάκο. Ύστερα ξύπνησε, ανέβηκε στο άλογό του και συνέχισε το δρόμο του, αφήνοντας όμως πίσω του ένα πουγγί παραγεμισμένο με χρυσές λίρες. 
Μετά από λίγη ακόμη ώρα, ένας δεύτερος άνθρωπος εμφανίστηκε πεζός και σταμάτησε να πιει νερό. Ξαφνικά, είδε το πουγγί με τις λίρες, το σήκωσε και άρχισε να χοροπηδά από χαρά. Έβαλε το πουγγί στην τσέπη του και χωρίς να χάσει καιρό, έτρεξε να εξαφανιστεί. 
Λίγο αργότερα, ένας τρίτος άνθρωπος, έφτασε κι αυτός στη βρύση. Την ώρα όμως που έπινε νερό, επέστρεψε ο πλούσιος, ο οποίος είχε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι είχε χάσει το πουγγί του και γύρισε να το αναζητήσει. Μόλις λοιπόν είδε τον άλλο άνθρωπο, άρχισε να τον κατηγορεί ότι του έκλεψε το πουγγί με τις λίρες και να του ζητά να του τις επιστρέψει. Άρχισαν να καυγαδίζουν και πάνω στον καυγά, ο πλούσιος έσπρωξε απότομα τον άλλο, εκείνος έπεσε στο έδαφος κι έσπασε το σβέρκο του σε μια απ' τις ρίζες του πλάτανου. Ο πλούσιος πανικόβλητος, ανέβηκε στο άλογό του κι εξαφανίστηκε...
"Πες μου τώρα", είπε ο άγγελος στον ιερέα. "Τι πιστεύεις γι' αυτά που είδες, ήταν καλά ή κακά;"
"Καλέ μου άγγελε", απάντησε εκείνος, "η ψυχή μου είναι βαριά από το κακό που είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Ο ένας έκλεψε το πουγγί που δεν ήταν δικό του, ο άλλος κατηγόρησε άδικα έναν αθώο άνθρωπο και από πάνω τον σκότωσε, χωρίς μάλιστα να τιμωρηθεί."
"Δεν γνωρίζεις όμως ακριβώς την ιστορία", αποκρίθηκε ο άγγελος. "Ο πλούσιος που ήρθε πρώτος στη βρύση, είχε καταπατήσει τα χωράφια του δεύτερου και τα δικαστήρια τον είχαν δικαιώσει, όπως κάνει πάντοτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ν' αδικεί τους φτωχούς και να αθωώνει τους πλούσιους. Η θεία δικαιοσύνη όμως απαιτούσε ο πλούσιος να πληρώσει το χρέος του και αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε ο Θεός για να συμβεί αυτό. 
Ο τρίτος άνθρωπος, αυτός που σκοτώθηκε, είχε δολοφονήσει τον αδελφό του, χωρίς να το υποψιαστεί κανείς, ούτε και να τον κατηγορήσει. Οι τύψεις του όμως ήταν τέτοιες, που γονατιστός παρακάλεσε το Θεό να τον απαλλάξει απ' το βάρος που κουβαλούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε ο Θεός για ν' ανταποκριθεί στην προσευχή του. 
Όσο για τον ίδιο τον πλούσιο, μετά από αυτό που έκανε, χάρισε την περιουσία του στους φτωχούς και πήγε να γίνει ιεραπόστολος, προσφέροντας τεράστιο ανθρωπιστικό έργο στην Αφρική και σώζοντας πολλές ζωές." 
Ο ιερέας κοίταξε τον άγγελο εμβρόντητος, μην ξέροντας τι να πει. "Πήγαινε λοιπόν εν ειρήνη", τον αποχαιρέτησε ο άγγελος "και να θυμάσαι πόσο λίγα γνωρίζεις, ώστε να μπορείς ν' αποφασίσεις τι είναι καλό και τι κακό."

Η τριπλή διύλιση του Σωκράτη

Μια μέρα εκεί που ο Σωκράτης έκανε τη βόλτα του στην Ακρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι έχει να του πει κάτι πολύ σημαντικό που άκουσε για κάποιον από τους μαθητές του. Ο Σωκράτης του είπε ότι θα ήθελε, πριν του πει τι είχε ακούσει, να του κάνει το τεστ της “τριπλής διύλισης”.
- “Τριπλή διύλιση;” ρώτησε με απορία.
- Ναι, πριν μου πεις τι άκουσες για το μαθητή μου θα ήθελα να κάτσουμε για ένα λεπτό να φιλτράρουμε αυτό που θέλεις να μου πεις. Το πρώτο φίλτρο είναι αυτό της αλήθειας. Είσαι λοιπόν εντελώς σίγουρος ότι αυτό που πρόκειται να μου πεις είναι αλήθεια;
- Ε….. όχι ακριβώς, απλά το άκουσα όμως και…
- Μάλιστα άρα δεν έχεις ιδέα αν αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια ή ψέματα. Ας δοκιμάσουμε τώρα το δεύτερο φίλτρο αυτό της καλοσύνης. Αυτό που πρόκειται να μου πεις για το μαθητή μου είναι κάτι καλό;
- Καλό; Όχι το αντίθετο μάλλον…
- Άρα, συνέχισε ο Σωκράτης, θέλεις να πεις κάτι κακό για το μαθητή μου αν και δεν είσαι καθόλου σίγουρος ότι είναι αλήθεια.
Ο τύπος έσκυψε το κεφάλι από ντροπή και αμηχανία.
- Παρόλα αυτά, συνέχισε ο Σωκράτης, μπορεί ακόμα να περάσεις το τεστ γιατί υπάρχει και το τρίτο φίλτρο. Το φίλτρο της χρησιμότητας. Είναι αυτό που θέλεις να μου πεις για το μαθητή μου κάτι που μπορεί να μου φανεί χρήσιμο σε κάτι;
- Όχι δε νομίζω…
- Άρα λοιπόν αφού αυτό που θα μου πεις δεν είναι ούτε αλήθεια, ούτε καλό, ούτε χρήσιμο. Γιατί θα πρέπει να το ακούσω;
Ο τύπος έφυγε ντροπιασμένος, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα…

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

Υπήρχε ένα τυφλό κορίτσι που μισούσε τον εαυτό του ακριβώς επειδή ήταν τυφλή. Μισούσε τους πάντες, εκτός απ' τον αγαπημένο της φίλο. Αυτός ήταν πάντα εκεί για εκείνη. 
Είχε πει ότι αν ποτέ μπορούσε να δει τον κόσμο, θα παντρευόταν το φίλο της. 
Μια μέρα, κάποιος της χάρισε ένα ζευγάρι μάτια και τότε εκείνη μπορούσε να δει τα πάντα, μαζί και το αγόρι της. Ο φίλος της τότε τη ρώτησε: «Τώρα που μπορείς να δεις τον κόσμο, θα με παντρευτείς;» 
Το κορίτσι σοκαρίστηκε όταν είδε ότι και ο φίλος της ήταν τυφλός και αρνήθηκε να τον παντρευτεί. 
Ο φίλος της έφυγε μακριά δακρυσμένος και
αργότερα της έγραψε ένα γράμμα λέγοντάς της: 
«ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ..» 
Μόνο λίγοι θυμούνται πως ήταν η ζωή τους πριν και ποιος ήταν πάντα εκεί για αυτούς στις πιο δύσκολες καταστάσεις.. 

Ροζ & Γαλάζια Κυκλάμινα

Όλες οι ανθρώπινες οργανώσεις, όλες οι χώρες έχουν έναν άρχοντα και όλοι οι άλλοι είναι υπήκοοι. Υπάρχει όμως μια χώρα όπου όλοι είναι άρχοντες, και έχουν μόνο έναν υπηρέτη αντί για αυτοκράτορα. Πώς γίνεται αυτό; Θα το καταλάβετε διαβάζοντας αυτήν την ιστορία.
Στη χώρα εκείνη όλοι οι άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, όλοι θέλανε να είναι άρχοντες, όλοι θέλανε να είναι πλούσιοι, όλοι να δείχνουν την παλληκαριάτους. Τί γινόταν εκεί, είναι εύκολο να καταλάβετε: ο καθένας ήθελε να είναι άρχοντας και να διατάζει όλους τους άλλους, και αυτό δεν γινόταν, γιατί όλοι οι άλλοι θέλανε το ίδιο. Ο καθένας ήθελε να είναι πάμπλουτος, γι’ αυτό ζήλευε όλους τους άλλους για κάθε τί που είχαν. Και ο καθένας για να δείξει την παλληκαριά του μάλωνε συνεχώς με όλους τους άλλους γύρω του. Έτσι, πουθενά σε εκείνην τη χώρα δεν υπήρχε ησυχία. Παντού γινόταν καβγάδες, και ο καβγάς ήτανε η μόνη τους χαρά, ένιωθαν ευχαρίστηση να μαλώνουνε και με τα λόγια και με τα χέρια και πόδια, και με την ειρωνεία αλλά και με τη γροθιά και κλωτσιά.
Στην πραγματικότητα, κανένας σε εκείνη τη χώρα δεν ήταν πλούσιος, γιατί δεν τον άφηναν οι άλλοι να πλουτίσει. Κανείς δεν ήταν παλληκαράς, γιατί φοβόταν όλους τους άλλους. Και κανείς δέν ήταν άρχοντας, παρά μόνο ένας. Ποιός ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα:
Ο πόλεμος! μόνο ο πόλεμος ήταν άρχοντας σε εκείνη τη χώρα, κανένας άνθρωπος! Και η ζωή συνεχιζότανε, ενώ ο καθένας λαχταρούσε να γίνει άρχοντας όλων των άλλων, δυνατότερος και πλουσιότερος από κάθε άλλον.
Μια μέρα ένας φτωχός μάγος ήρθε σε εκείνη τη χώρα. Δεν είχε σπίτι, και έμενε στην καρότσα του επαγγελματικού αυτοκινήτου του, ελπίζοντας να μαζέψει αρκετά χρήματα και να αγοράσει ένα φτωχικό διαμέρισμα. Έβαλε μια μεγάλη ταμπέλα στο αυτοκίνητό του με φωτεινά γράμματα σε φωτεινό ροζ φόντο, και διαλαλούσε πως μπορούσε να δώσει την απάντηση σε κάθε ερώτημα: «Μόνο με 50 ευρώ! Μόνο με 50 ευρώ η απάντηση σε όλα σας τα ερωτήματα!».
Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει τόσα χρήματα για μια μαντεία, μάλιστα τον έπιασαν και τον φόρτωσαν σφαλιάρες, γιατί φοβήθηκαν πως ήθελε να τους φάει χρήματα, που τα αγαπούσαν πιο πάνω από κάθε τί, και του είπαν «το καλό που σου θέλουμε, να φύγεις από τη χώρα μας».
Τότε ο φτωχός μάγος παρακάλεσε να του πληρώσουν το συνεργείο να επισκευάσει το αυτοκίνητό του, να του γεμίσουν το ρεζερβουάρ και ένα μπιτόνι βενζίνη, και να του δώσουν τρόφιμα για να μπορέσει να ταξιδέψει ώσπου να φύγει από τη χώρα εκείνη που του έκανε τόσο άσχημη υποδοχή. Αλλά οι φιλάργυροι κάτοικοι δεν του έδωσαν ούτε ένα κέρμα για ελεημοσύνη.
Τότε ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «μόνο με 20 ευρώ! η απάντηση σε όλα σας τα ερωτήματα! Εδώ η σοφία της Ανατολής! Εδώ η σοφία της Δύσης! Εδώ η σοφία του κέντρου της γης, μεταξύ Ανατολής και Δύσης! μόνο με 20 ευρώ». Μα όποιοι τον άκουσαν του απάντησαν: «να τη βράσουμε τη σοφία σου, και τη σοφία της Ανατολής και της Δύσης! Δεν θέλουμε σοφία! Χρήματα θέλουμε!», Ή «να τη βράσω τη σοφία! Άρχοντας θέλω να γίνω, όλους τους άλλους να κυβερνώ!». Ή «να τη βράσω τη σοφία και σένα μαζί! Δεν θέλω σοφία, θέλω να γίνω γενναίος και δυνατός, πιο δυνατός από όλους τους άλλους!».
Ακούγοντας έτσι, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαλαλεί: «ο καλός ο μάγος! μόνο με 10 ευρώ, σας δείχνει τον δρόμο για να γίνετε πλούσιοι και δυνατοί και άρχοντες! μόνο 10 ευρώ!». Οι φιλάργυροι όμως κάτοικοι δεν ήταν διατεθημένοι να του πληρώσουν ούτε ένα λεπτό, και μερικοί άρχισαν να του πετάνε χαλίκια αναγκάζοντας τον να κλειστεί στο αυτοκίνητότου.
Μιας και δεν εύρισκε άλλη λύση, ο φτωχός μάγος άρχισε να διαδίδει πως χωρίς καμία πληρωμή μπορούσε να δείξει στον καθένα τον τρόπο να γίνει δυνατός, πλούσιος, και άρχοντας.
Αν η συμβουλή μου πιάσει, πληρώστε με ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Και αν δεν πιάσει, μη μου δίνετε λεπτό».
Πάλι οι περισσότεροι κορόιδευαν το φτωχό μάγο: «υπόσχετε αυτά που ο ίδιος δεν έχει! αν ήξερε τον τρόπο, θα γινόταν πλούσιος ο ίδιος!». Μερικοί όμως σκέφθηκαν: «από τα παλιά χρόνια λένε πως ό,τι κάνει κάποιος για τους άλλους, το στερείται ο ίδιος. Γι’ αυτό λένε την παροιμία: «ποδηματάς ξυπόλητος και ράφτης μπαλωμένος», και το ίδιο είναι με όλα τα επαγγέλματα. Αφού δεν έχω να χάσω τίποτε, άς πάω να ρωτήσω κι αυτόν». Έτσι πήγαν μερικοί και ρώτησαν τον φτωχό μάγο: «πώς θα γίνω άρχοντας, και πλούσιος, και δυνατός, να κάνω μεγάλα πράγματα στον κόσμο;». Ο φτωχός μάγος έδωσε στον καθένα την ίδια απάντηση: «να γίνεις σαν το κυκλάμινο».
 «Τί σημαίνει αυτό;» - «φέρε μου μια γλάστρα με κυκλάμινα και θα σου δείξω». Με ξαναμμένη την περιέργεια του έφερναν από μια γλαστρίτσα με κυκλάμινα, οπότε ο φτωχός μάγος τους έδειχνε: «βλέπεις πώς είναι το λουλούδι του κυκλάμινου;» - «πώς είναι; ανάποδο είναι!» - «ναι. Ανάποδο είναι. Είναι ανοιχτό προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω σαν τα άλλα λουλούδια. Ολονών ο μίσχος λυγίζει, σκύβει κάτω, και επειδή σκύβει, το ανάποδο λουλούδι γίνεται στέμμα. Αν δεν ήταν σκυμμένο προς τα κάτω, τα πέταλα θα κρέμονταν προς τα κάτω. Αλλά επειδή ο μίσχος είναι σκυμμένος κάτω, τα πέταλα υψώνονται προς τα πάνω και σχηματίζουν στέμμα. Έτσι το κυκλάμινο φορά στέμμα, είναι βασιλιάς. Και εσύ βασιλιάς δεν θέλεις να γίνεις; έ, λοιπόν, να κάνεις σαν το κυκλάμινο που σκύβει. Είναι και άκακο, ούτε δηλητήριο έχει ούτε αγκάθια, μυρίζει απαλά, τα φύλλα του τρώγονται, ανθίζει και μέσα στο χειμώνα, μέσα στο κρύο».
Βλέποντας μερικούς από τους κατοίκους να πηγαίνουν να ρωτούν το μάγο, οι υπόλοιποι κάτοικοι ζήλεψαν και φθόνησαν, και έτσι έτρεξαν όλοι να ρωτήσουν το μάγο, για να μη τυχόν πέσουν παρακάτω από τους άλλους που ρώτησαν. Έτσι δεν έμεινε κανένας στη χώρα εκείνη που να μη ρωτήσει το μάγο πώς θα γίνει άρχοντας, πλούσιος και γενναιότερος από όλους τους άλλους. Σε όλους ο μάγος έδωσε την ίδια απάντηση: «γίνε σαν το κυκλάμινο, που επειδή σκύβει φοράει στέμμα». Δεν ήξεραν όμως πως την ίδια απάντηση πήραν όλοι, και ο καθένας νόμιζε πως οι άλλοι πήραν διαφορετική απάντηση. Κανένας δεν έλεγε στον άλλο τί του είπε ο μάγος.
Ύστερα από λίγο, άρχισαν να δοκιμάζουν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου. Το τί έγινε τότε, δεν μπορείτε να φανταστείτε! Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τη συμβουλή του μάγου σκύβοντας το κεφάλι τους, με την ελπίδα να φυτρώσει πάνω στο κεφάλι τους ένα στέμμα. Όποιον όμως οι άλλοι έβλεπαν να σκύβει, του έριχναν φάπες. Σε λίγο, όλοι έσκυβαν το κεφάλι, στρέφοντας τα μάτια όσο μπορούσαν ψηλά για να βλέπουν αν κάποιος πάει να τους ρίξει φάπα. Απ’ τη μια έσκυβαν, απ’ την άλλη κοίταζαν ποιός άλλος σκύβει για να του ρίξουν φάπα. Η φάπα σ’ εκείνη τη χώρα έδινε και έπαιρνε. Άλλοι πάλι, άφηναν μακριά τα μαλλιά τους και τα έβαφαν και τα έστηναν όρθια ώστε να μοιάζουν με τα πέταλα του κυκλάμινου. Ενώ άλλοι προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά στα μακριά σηκωμένα και βαμμένα μαλλιά των άλλων. Μερικοί, σκεπτόμενοι ότι τα φύλλα του κυκλάμινου γίνονται σαρμαδάκια, έκοβαν τα μαλλιά τους και τα έδιναν δώρο σε άλλους, αφού δεν είχαν φύλλα να δώσουν. Οι άλλοι όμως που τα έπαιρναν, τα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν μάγια εναντίον εκείνων που τα έδιναν, γιατί όλοι σε εκείνη τη χώρα ήταν μαθημένοι να κάνουν κακό στους άλλους για να γίνονται οι ίδιοι ανώτεροι. Μερικοί, με τη σκέψη ότι το κυκλάμινο ανθίζει μες το χειμώνα, βγαίνανε μισόγυμνοι μέσα στο κρύο του χειμώνα, με αποτέλεσμα να τρέμουν και να συναχώνονται. Με λίγα λόγια, σε εκείνη την ήδη φιλοπόλεμη χώρα έγινε τέτοιος πανζουρλισμός που φοβήθηκαν πως θα σκοτωθούν μεταξύ τους όλοι.
Τότε έριξαν το φταίξιμο στη συμβουλή του μάγου, και ξέχασαν για λίγο τα μεταξύ τους μίση για να ενωθούν εναντίον του μάγου, έφτιαξαν πανό που έγραφαν «διώξτε τον απατεώνα, νεκρό ή ζωντανό», και κίνησαν σε διαδήλωση προς το αυτοκίνητο στο οποίο έμενε. Ο μάγος βλέποντας τους να έρχονται εναντίον του, έβγαλε από το παράθυρο του αυτοκινήτου μια άσπρη φανέλα πάνω σε ένα σκουπόξυλο για λευκή σημαία. Βλέποντας αυτήν την αυτοσχέδια λευκή σημαία, συγκρατήθηκαν και του φώναξαν: φύγε ζωντανός, για να μη φύγεις πεθαμένος! Ο μάγος φοβισμένος τους απάντησε με το μεγάφωνο που είχε πάνω στο αυτοκίνητο του για να διαλαλεί: «θα φύγω! θα φύγω! αλλά αφήστε με να διορθώσω το κακό που έκανα χωρίς να θέλω! Μίλησα στον καθένα σας χωριστά. Ακούστε με τώρα όλοι μαζί: ενωθήκατε όλοι εναντίον μου, γιατί; τί κακό σας έκανα; ας μου απαντήσει ένας σας, όποιος είναι αρχηγός σας». Τότε άρχισαν όλοι να μαλώνουν και να χτυπιούνται λέγοντας: «εγώ είμαι αρχηγός, εγώ θα απαντήσω!».
Έπεσε τόσο πολύ ξύλο ανάμεσά τους, που σε λίγο όλοι ήταν με μελανιές και καρούμπαλα, εξουθενωμένοι τόσο που δεν μπορούσαν να λυντσάρουν τον μάγο. Κάποιοι πρότειναν: «να μιλήσουμε όλοι με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων μας», αλλά τότε μάλωναν χειρότερα λέγοντας «τί φταίω εγώ αν το όνομά μου είναι ύστερα στην αλφαβητική σειρά;». Άλλοι πρότειναν «να μιλήσουν πρώτα οι πιο ηλικιωμένοι», αλλά ο καβγάς έγινε χειρότερος, καθώς οι νέοι φώναζαν πως γίνεται αδικία εις βάρος τους. Άλλοι πρότειναν να ρίξουν κλήρο να βγει ένας να εκπροσωπήσει όλη τη χώρα, αλλά οι πολλοί είχαν αντίρρηση λέγοντας «ο κλήρος δεν βασίζεται σε καμιά λογική. Εμείς θέλουμε να βγει ένας εκπρόσωπος με λογικά κριτήρια». Αλλά, μια και δεν υπήρχαν εκεί λογικά κριτήρια, και γενικώς δεν υπήρχε λογική, ο καβγάς γινόταν όλο και χειρότερος, ώσπου κατάντησαν όλοι να σέρνονται μπροστά στο αυτοκίνητο του μάγου.
Τότε ο μάγος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει: «είχα μιλήσει στον καθένα σας χωριστά και με είπατε απατεώνα. Τώρα μιλώ σε όλους μαζί, και αν βγω απατεώνας είναι στο χέρι σας και να με σκοτώσετε και να με διώξετε. Αλλιώς έπρεπε να εφαρμόσετε τη συμβουλή μου. Δεν εννοούσα να σκύβετε τα κεφάλια σας. εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμό σας!».
Όμως, στη χώρα εκείνη κανείς δεν ήξερε αυτήν τη λέξη, και τότε πολλοί φώναξαν με όση δύναμη τους έμενε: «τί σημαίνει εγωισμός;». Ο μάγος απάντησε: «να, τώρα με ρωτάτε κάτι, που θα πει: ομολογείτε πως δεν ξέρετε αυτό το πράγμα. Πρώτη φορά ομολογείτε πως ο άλλος ξέρει κάτι καλύτερα από εσάς. Όταν όμως κάνετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα από τους άλλους, και όταν νομίζετε πως ξέρετε πάντα καλύτερα από τους άλλους, αυτό λέγεται εγωισμός. Όποιος δεν αγαπά τους άλλους, όποιος θέλει να έχει πιο πολλά αγαθά απ’ όλους, όποιος θέλει να κυβερνάει όλους τους άλλους, αυτός έχει εγωισμό. Όταν έλεγα να μιμηθείτε τα κυκλάμινα, εννοούσα να σκύβετε τον εγωισμό σας. Τότε όλοι θα πετύχετε αυτά που θέλετε. Όλοι θα είστε γενναίοι, δυνατοί, πλούσιοι, και άρχοντες!».
Τότε πολλοί ήρθαν πολύ κοντά στο αυτοκίνητο, και όλοι μαζί ρωτούσαν: «και πώς θα σκύβουμε αυτό το… πώς το είπες;». Ο μάγος πήρε επίσημο ύφος και αργά αργά είπε αυτά τα λόγια: «στον ουρανό από κάτω, σε όλη τη γη λένε πως ο δικός μου ο δρόμος είναι μεγάλος, με τίποτε δεν μοιάζει. Ακριβώς επειδή είναι μεγαλειώδης, γι’ αυτό δεν μοιάζει με τίποτε. Αν με κάτι έμοιαζε, θα είχε βγει άχρηστος από παλιά». Και πρόσθεσε: «έχω εδώ ένα χαρτί με τα μαγικά λόγια. Θα τα μάθετε και θα τα λέτε όλοι κάθε μέρα. Ποιός θα πάρει αυτό το χαρτί; να διαβάζει μία μία πρόταση και οι άλλοι να επαναλαμβάνουν». - «Εγώ! εγώ! εγώ θα το διαβάζω!» άρχισαν να φωνάζουν όλοι, θυμήθηκαν τα συνηθισμένα τους καμώματα. Και αφού ξανά άρχισαν τις φάπες και να σπρώχνουν με τις παλάμες τους ο ένας τα μούτρα του αλλουνού ώσπου εξαντλήθηκαν, ο μάγος είπε: «όποιος θέλει να γίνει παλληκαράς, και πλούσιος, και άρχοντας, να επαναλαμβάνει τώρα μετά από μένα. Και αύριο φέρτε όλοι από ένα χαρτί και γράψτε τα καθώς θα τα λέω για να τα μάθετε και να τα λέτε κάθε μέρα». Και ο μάγος άρχισε να λέει και όλοι οι άλλοι να επαναλαμβάνουν, έτσι όπως ορκίζονται στο στρατό οι νεοσύλλεκτοι:
- «Τους τρείς θησαυρούς που έχω» - «Τους τρείς θησαυρούς που έχω»
- «καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω» - «καλά τους κρατώ και τους διαφυλάσσω»
- «ο ένας θησαυρός μου λέγεται αγαπώ τους άλλους σαν τα δικά μου παιδιά»
- «ο δεύτερος θησαυρός μου λέγεται ʽείμαι ευχαριστημένος με λιτά πράγματα
- «ο τρίτος θησαυρός μου λέγεται δεν τολμώ να γίνω στον ουρανό από κάτω αρχηγόςʼ»
- «επειδή αγαπώ τους άλλους σαν δικά μου παιδιά, είμαι από όλους πιο γενναίος» - «επειδή αγαπώ τους άλλους σαν δικά μου παιδιά, είμαι από όλους πιο γενναίος»
- «επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητες μου είναι ανεξάντλητες» - «επειδή είμαι ικανοποιημένος στα λιτά πράγματα, οι δυνατότητες μου είναι ανεξάντλητες»
- «επειδή δεν τολμώ να γίνω στον ουρανό από κάτω αρχηγός, γι’ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ» - «επειδή δεν τολμώ να γίνω στον ουρανό από κάτω αρχηγός, γι’ αυτό είμαι πραγματικός άρχοντας και κυβερνώ»
- «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «τώρα, όποιος αφήνει τη στοργή και κυνηγάει την παλληκαριά,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει τη λιτότητα κυνηγώντας τις μεγάλες δυνατότητες,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «και αφήνει την υπηρεσία κυνηγώντας την εξουσία,» - «θα πεθάνει!» - «θα πεθάνει!»
- «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη πολεμώντας νικά», - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιος έχει αγάπη διαφυλάσσοντας κάτι, το κρατά καλά» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον σώζει» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται» - «όποιον έχει αγάπη, ο ουρανός τον κάνει με αγάπη να περιβάλλεται».
Αφού είπαν όλοι αυτά τα λόγια, την άλλη μέρα έφεραν ο καθένας ένα χαρτί, ο μάγος τα ξαναείπε και τα έγραψαν, και τα διάβαζαν κάθε μέρα. Όχι ότι τα καταλάβαιναν και πολύ καλά, αλλά αφού ήταν τα λόγια μαγικά, και κάθε μέρα λέγοντας τα και έχοντας πάντα στην τσέπη τους το χαρτί που τα είχαν γραμμένα, σιγά σιγά τα καταλάβαιναν, και τα έβαλαν σε εφαρμογή. Τότε όλοι έγιναν κυκλάμινα: οι άντρες έγιναν γαλάζια κυκλάμινα, οι γυναίκες έγιναν ροζ κυκλάμινα, μόνο για μία μέρα. Την άλλη μέρα ξανάγιναν άνθρωποι, για να μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι. Αλλά κράτησαν το όνομα, λέγοντας «είμαστε τα ροζ και τα γαλάζια κυκλάμινα». Όχι πως χάθηκε τελείως η οργή, ακόμη θύμωναν λίγο, και αυτό ήταν για να καταλαβαίνουν ποιό είναι το άδικο. Μόλις έβλεπε κάποιος έναν άλλο να θυμώνει, έλεγε «αυτό που έκανα και θύμωσε, είναι δικό μου άδικο. Το σταματώ αμέσως», και αμέσως το σταματούσε και το διόρθωνε. Τώρα ήξεραν τί θα πει εγωισμός, που πρώτα δεν ήξεραν. Αφού, να φανταστείτε, πήγαν στο μάγο και του ζήτησαν όλοι συγνώμη που πήγαν να τον λυντσάρουν. Και δεν μάλωναν ποιός θα ζητήσει πρώτος συγνώμη, ούτε κλήρο έριξαν, ούτε αλφαβητική σειρά κοίταξαν. Πήγαν όλοι και του υποκλίθηκαν, καθώς και τα κυκλάμινα λυγίζουν το μίσχο τους, και είπαν όλοι «συγνώμη». Ανάθεσαν σε έναν να μιλήσει στον φτωχό μάγο να του προτείνει να γίνει κυβερνήτης τους, και όταν εκείνος αρνήθηκε λέγοντας «όχι, δεν είμαι άξιος εγώ να μιλήσω εκ μέρους σας», είδε τους άλλους να θυμώνουν, και τότε πρόθυμα πήγε και μίλησε στο μάγο προτείνοντάς του να γίνει αρχηγός τους. Ο φτωχός μάγος αρνήθηκε λέγοντας «δεν χρειάζεστε κανέναν αρχηγό, κανέναν άρχοντα, κανέναν κυβερνήτη, γιατί τώρα όλοι είστε αρχηγοί, άρχοντες, κυβερνήτες. Μόνο αν θέλετε να μείνω στην πόλη σας, για να είμαι υπηρέτης ολονών σας» - «δεν χρειαζόμαστε κανέναν υπηρέτη! και δέν μπορείς, ένας άνθρωπος να υπηρετείς τον πληθυσμό μιας ολόκληρης χώρας!» είπε ο εκπρόσωπος των ροζ και γαλάζιων κυκλαμίνων. «επιτρέψτε μου να σας προσφέρω τις υπηρεσίες μου» είπε ο μάγος αρχίζοντας να θυμώνει, και βλέποντας αυτό, τον διόρισαν υπηρέτη τους, και του έχτισαν ένα σπίτι στο σημείο ακριβώς όπου είχε στημένο το αυτοκίνητο του τη μέρα εκείνη που πήγαν όλοι να τον λυντσάρουν. Το σπίτι αυτό έχει κήπο απ’ έξω, ένα τζάκι μέσα, και ένα υπόστεγο γκαράζ για το αυτοκίνητο. Εκεί πηγαίνουν πότε πότε πολίτες από τα γαλάζια και ροζ κυκλάμινα για να πάρουν τις υπηρεσίες του μάγου, δηλαδή να ρωτήσουν τη γνώμη του αν αυτό που έκαναν ή που θέλουν να κάνουν είναι σωστό, γιατί βρε αδερφέ άνθρωποι είμαστε και μπορεί να κάνουμε λάθη, και μπορεί να χρειαστεί να ρωτήσουμε έναν τρίτο άνθρωπο πώς να διορθώσουμε τα λάθη μας, και καλά η οργή των άλλων μας δείχνει το άδικο το δικό μας, αλλά δεν φτάνει να είμαστε προς τους άλλους ανθρώπους δίκαιοι, πρέπει να είμαστε δίκαιοι και προς τη φύση, προς τα φυτά και προς τα ζώα, προς το χώμα, την πέτρα, το νερό, τον αέρα, προς τη γη και προς τον ουρανό, εκείνον τον ουρανό που όταν έχουμε αγάπη κάνει και τους άλλους γύρω μας να μας αγαπούν.

Ο μάγος και το αίνιγμα

Απ’ όλα τα πράγματα του κόσμου, ποιο είναι το πιο μεγάλο και το πιο μικρό, το πιο σύντομο και το πιο μακρύ, το πιο διαιρετό και το πιο εκτεταμένο, το πιο παραμελημένο και το πιο ποθητό, που χωρίς αυτό τίποτα δεν μπορεί να γίνει, που καταβροχθίζει τα ασήμαντα και ζωογονεί τα σημαντικά και μεγάλα; 
Άλλοι είπαν ότι ήταν η Τύχη, άλλοι η Γη, άλλοι το Φως. 
Ο μεγάλος μάγος απάντησε πως ήταν ο Χρόνος. 
Τίποτα δεν είναι πιο μεγάλο, αφού αυτός είναι το μέτρο της αιωνιότητας. 
Τίποτα δεν είναι πιο μικρό, αφού δεν μας φτάνει για τα σχέδιά μας. 
Τίποτα δεν είναι πιο μακρύ, γι’ αυτόν που περιμένει. 
Τίποτα δεν είναι πιο σύντομο, γι’ αυτόν που χαίρεται. 
Εκτείνεται σιγά σιγά μέχρι το άπειρο. 
Όλοι οι άνθρωποι τον παραμελούν και όλοι λυπούνται όταν πάει χαμένος. 
Τίποτα δεν γίνεται χωρίς αυτόν. 
Μας κάνει να ξεχνάμε τα ανάξια και χαρίζει αθανασία στα μεγάλα πράγματα.

Η Πραγματική Φιλία

 Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δρόμο. Και καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη. Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα (κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση…)
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας.
- Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο παράδεισος.
- Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε!
- Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
- Ναι, μα το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.
Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν σκεφτόταν να πιει μόνο αυτός.
Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα… Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.
- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος.
- Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος;, ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος!
- Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας. Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμία περίπτωση!, αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους!

Ηθικά διδάγματα: 
- Ποτέ να μην εγκαταλείπεις τους πραγματικούς σου Φίλους, ακόμη κι αν αυτό σου προκαλεί δυσκολίες.
- Εάν αυτοί σου προσφέρουν την αγάπη τους και τη συντροφιά τους έχεις ένα χρέος: Να μην τους εγκαταλείψεις ποτέ.
- Το να κάνεις ένα Φίλο είναι Ευλογία, το να έχεις ένα Φίλο είναι Δώρο, το να κρατήσεις ένα Φίλο είναι Αρετή,  να είναι κάποιος Φίλος σου είναι Τιμή!

Το ραγισμένο δοχείο

Μια γριά κινέζα κουβαλούσε νερό με δύο μεγάλα δοχεία, κρεμασμένα από τους ώμους της. 
Το ένα δοχείο ήταν άψογο και μετέφερε πάντα όλη την ποσότητα νερού που έπαιρνε. 
Το άλλο είχε μια ρωγμή και στο τέλος της μακριάς διαδρομής από το ρυάκι στο σπίτι έφθανε μισοάδειο.
Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια η γριά κουβαλούσε καθημερινά μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.
Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί.
Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο που μόλις και μετά βίας μετέφερε τα μισά από αυτά που έπρεπε και ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.
Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή και αποφάσισε να μιλήσει στη γριά.
«Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη!» 
«Μα γιατί;» ρώτησε η γριά. 
«Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;»
«Ε, να ! Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω της ρωγμής μου και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα και εσύ!» 
Η γριά χαμογέλασε: «Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου; 
Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα.» 
«Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και εσύ τους πότιζες. 
Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και στολίζω το τραπέζι μου. 
Αν δεν ήσουν εσύ αυτή η ομορφιά δε θα λάμπρυνε το σπίτι μου!» 
Βέβαια δεν ήταν η ατέλειά του δοχείου που το έκανε ξεχωριστό αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της γριάς να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την αδυναμία του. 
Ο καθένας μας έχει τις «ρωγμές» του και τις «αδυναμίες» του που μπορούν να γίνουν χρήσιμες και να ομορφύνουν τη ζωή μας.
Κάθε «ρωγμή» μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα, αρκεί να βρει κάποιος την ομορφιά που μπορεί να δώσει η ατέλειά μας.
«Ραγισμένοι» φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε στην άκρη του δρόμου και να απολαμβάνετε το άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά σας. 
Αν ο καθένας μας μετέτρεπε σαν τη γριά τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο και όμορφο, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλλίτερος.

Η καρδιά της μάνας

Ένα παιδί , μοναχοπαίδι, αγόρι, αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη - δεν αγαπώ, του λέει, εγώ παιδιά  - μα αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου, της μάνας σου να φέρεις την καρδιά, να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου…
Τρέχει ο γιος τη μάνα του σκοτώνει και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει 
Και την ακούν να κλαίει και να μιλάει…
Μιλάει η καρδιά της μάνας στο παιδί και λέει:
«εχτύπησες αγόρι μου»;
Και κλαίει….
Η αμοιβάδα και ο ύφαλος

Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη του Ειρηνικού Ωκεανού, υπήρχε ένας ύφαλος. Ένας ύφαλος πολύ περήφανος και παράξενος απ΄ όλους τους άλλους.
Ήταν φτιαγμένος με χιλιάδες πολύχρωμα κοράλλια και είχε και το χάρισμα να μιλά. Γι' αυτό κάθε βράδυ όλα τα τροπικά ψάρια μαζεύονταν γύρω του κι εκείνος έλεγε χιλιάδες ιστορίες για γοργόνες, καράβια, ναυάγια και θησαυρούς κρυμμένους στα βάθη του ωκεανού. Είχε δει πάρα πολλά διότι ήταν γέρος και χιλίων χρονών.
Ένα βράδυ λοιπόν μαζεύτηκαν πάλι γύρω του να ακούσουν τι θα τους έλεγε. Πήρε λοιπόν το περήφανο ύφος του, μα πριν προλάβει να πει λέξη, μια αδύνατη φωνούλα διέκοψε τη φόρα του ύφαλου. Εκείνος θύμωσε, κοκκίνισε από το κακό του κι όλα τα ψάρια σαστισμένα γύρισαν το κεφαλάκι τους να δουν ποιος ήταν αυτός που τολμούσε να προσβάλει τον γέρο ύφαλο
- Μα ποιος μίλησε; Ρώτησε ο ξιφίας.
- Εγώ! Ξανακούστηκε η φωνούλα λίγο πιο δυνατά.
Έσκυψαν και τι να δουν; Μια μικρή αχιβάδα που ανοιγόκλεινε το κέλυφος στο κύμα του νερού. Ο ύφαλος ξερόβηξε, τα ψάρια κοίταξαν την αχιβάδα και της είπαν:
- 'Αντε λοιπόν. Ξεκίνα. Να δούμε ποιος λέει τις ομορφότερες ιστορίες.
Εκείνη, ανοιγόκλεισε μια δυο φορές, πήρε φόρα και πήδηξε πάνω σ' ένα μεγάλο κοράλλι για να την βλέπουν και να την ακούνε όλοι.
«Μια φορά...», άρχισε να λέει, «...ήταν ένας ναύτης που αγαπούσε ένα κορίτσι. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στον πατέρα της και να την ζητήσει σε γάμο. Δυστυχώς, όμως, το παλικάρι ήταν φτωχό κι ο πατέρας του κοριτσιού αρνήθηκε την πρόταση. Ήθελε βλέπετε να την δώσει την κόρη του σε πλούσιο καπετάνιο! Απελπισμένος ο νέος έφυγε, μα υποσχέθηκε στον εαυτό του και στο κορίτσι του, πως μόλις μάζευε αρκετά χρήματα, θα γύριζε να την παντρευτεί.
Εκείνη του υποσχέθηκε με όρκο αγάπης ότι θα τον περιμένει να γυρίσει.
Κάθισε σε έναν μεγάλο βράχο, φόρεσε το μεταξωτό της άσπρο φόρεμα κι έμεινε εκεί βλέποντας το πλοίο που σαλπάριζε, ώσπου χάθηκε στον γεμάτο από ομίχλη ορίζοντα...»
Η αχιβάδα σώπασε.
- 'Αντε λοιπόν, συνέχισε. Την φώναξε ο ύφαλος.
- Αυτή ήταν η ιστορία μου, αποκρίθηκε δειλά η αχιβάδα.
- Είσαι με τα καλά σου; Μας χασομέρησες όλους και μας διέκοψες για να μας πεις μια ιστορία χωρίς τέλος; Και μάλιστα για έναν άγνωστο και ασήμαντο ναύτη;
- Κάνεις λάθος, απάντησε η αχιβάδα τρέμοντας από το φόβο της. Το καράβι του το βύθισες εσύ χθες Βράδυ, χτυπώντας το ύπουλα στ' αμπάρια, για να έχεις σήμερα να λες και άλλη σπουδαία ιστορία. Όσο για τον ασήμαντο ναύτη, αυτός είναι ήρωας διότι πνίγηκε για να σώσει τα γυναικόπαιδα. Και το πιο σπουδαίο. Η κοπέλα τον περιμένει καθισμένη στον ίδιο βράχο, μια φιγούρα στα κατάλευκα ντυμένη.
Μια σιωπή έπεσε στη θαλασσινή παρέα. Ο ύφαλος βουβάθηκε από ντροπή και τύψεις. Απόμεινε μόνος κι έρημος. Ασάλευτος στη μέση ου ωκεανού. Λένε ότι κάπου κάπου του κάνει συντροφιά ένας κατάλευκος γλάρος με ανθρώπινη φωνή. Λένε ακόμα πως είναι το κορίτσι του ναύτη. Και πως πηγαίνει εκεί για να του διδάξει πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις το ποιος είναι σπουδαίος και ποιος όχι.


Ζητήθηκε από μια ομάδα μαθητών να γράψουν μια λίστα με αυτά που κατά τη γνώμη τους ήταν τα σημερινά «Επτά θαύματα του κόσμου». Παρ’ ότι υπήρξαν κάποιες διαφωνίες, οι περισσότερες γνώμες αφορούσαν τα παρακάτω:

1.    Οι Πυραμίδες της Αιγύπτου
2.    Το Taj Mahal
3.    Το Grand Canyon
4.    Το κανάλι του Παναμά 
5.    Το Empire State Building
     6.    Η Βασιλική του Αγ. Πέτρου
     7.    Το Σινικό Τείχος

Ενώ μάζευαν τα γραπτά, ο δάσκαλος πρόσεξε ότι μια μαθήτρια δεν είχε τελειώσει ακόμη το γράψιμο. Τη ρώτησε λοιπόν αν είχε κάποιο πρόβλημα με τη λίστα της. 
Το κορίτσι απάντησε «Ναι, έχω λίγο πρόβλημα. Δεν μπορώ εύκολα να αποφασίσω, γιατί είναι τόσα πολλά…»
Ο δάσκαλος είπε, «Πες μας λοιπόν τι έχεις γράψει, για να δούμε αν μπορούμε να σε βοηθήσουμε».
Το κορίτσι στην αρχή δίστασε, μα μετά διάβασε: Πιστεύω ότι τα Επτά Θαύματα του κόσμου είναι…

1. Να βλέπεις...
2. Να ακούς... 
3. Να αγγίζεις...
4. Να γεύεσαι...
5. Να αισθάνεσαι...
6. Να γελάς...
7. Και να αγαπάς.

Η ησυχία στην αίθουσα ήταν τέτοια που θα άκουγες και μια καρφίτσα αν έπεφτε. Τα πράγματα που παραβλέπουμε σαν απλά και συνηθισμένα και που τα παίρνουμε για δεδομένα, είναι πραγματικά τόσο εκπληκτικά και άξια θαυμασμού!
Τα πιο πολύτιμα πράγματα στη ζωή δεν μπορείς να τα χτίσεις με το χέρι, ούτε να τα αγοράσεις.
Πλούτος, Ευτυχία & Αγάπη...

Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού.
Παρ' όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι. 
Αυτοί την ρωτάνε:
- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι; 
- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη. 
- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό. 
- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί. 
- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες 
Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:
Είμαι ο Πλούτος, της λέει.
Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.
Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη. 
Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας. 
Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει: 
-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε! 
Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:
-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας; 
Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:
-Δε θα 'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη;
Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη! 
-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας,
λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:
-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας. 
Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...
...και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν! 
Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:
-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί: 
- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ' έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη...όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της! 
Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης Πλούτος κι Ευτυχία!

Τα τέσσερα κεριά

Τα τέσσερα κεριά, έλιωναν, αργά αργά...
Ο χώρος ήταν τόσο ήσυχος, που μπορούσε να ακουστεί η συζήτησή τους.
Το πρώτο έλεγε: 
«ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ»
Μα οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να με διατηρήσουν:
Πιστεύω ότι δεν μου μένει άλλο από το να συνεχίσω να σβήνω!
κι έτσι αφέθηκε σιγά σιγά να σβήσει ολοκληρωτικά.
Το δεύτερο είπε:
«ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Η ΠΙΣΤΗ» 
Δυστυχώς δεν χρειάζομαι πουθενά. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν για μένα, κι έτσι δεν έχει νόημα να παραμένω αναμμένο.
Μόλις ολοκλήρωσε τα λόγια του, ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε πάνω του και το έσβησε.
Πολύ λυπημένο το τρίτο κερί, με τη σειρά του είπε:
«ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Η ΑΓΑΠΗ»
Δεν έχω τη δύναμη να συνεχίσω να παραμένω αναμμένο. Οι άνθρωποι δεν μου δίνουν σημασία και δεν αντιλαμβάνονται το πόσο σημαντικό είμαι. Αυτοί μισούν ακόμα και αυτούς που τους αγαπούν περισσότερο
...και χωρίς να περιμένει άλλο, το κερί αφέθηκε να σβήσει.
Ξαφνικά...
ένα μωρό μπήκε στο δωμάτιο και είδε τα τρία κεριά σβηστά.
Φοβισμένο από το μισοσκόταδο, είπε:
«ΜΑ ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΑΝΑΜΜΕΝΑ, ΕΓΩ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ!» και ξέσπασε σε δάκρυα.
Τότε το τέταρτο κερί είπε με συμπόνια :
ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΚΑΛΟ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ. ΟΣΟ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΑΝΑΜΜΕΝΟ, ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΞΑΝΑΝΑΨΟΥΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΤΡΙΑ ΚΕΡΙΑ. Εγώ είμαι Η ΕΛΠΙΔΑ»
Με μάτια λαμπερά και γεμάτα δάκρυα,
το μωρό πήρε το κερί της ελπίδας, και ξανάναψε όλα τα άλλα.
ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ:
ΑΣ ΜΗ ΣΒΗΣΕΙ ΠΟΤΕ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΕΣ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ...
...και καθένας από μας ας θυμάται (σαν εκείνο το μωρό),να ανάβει ξανά με την Ελπίδα, την Πίστη, την Ειρήνη και την Αγάπη

Θα σ΄ αγαπώ ό,τι κι αν γίνει 

Ο Μικρός ήταν πολύ κακόκεφος.
Κλείστηκε στο δωμάτιο κι άρχιζε να στριφογυρίζει κι όλα τα πράγματα ν΄ αναποδογυρίζει.
Τις ζωγραφιές από τον τοίχο ξεκολλούσε
Κι όλα τα παιχνίδια του χαλούσε.
«Θεέ μου!» είπε η Μαμά «τι έχεις πάθει;»
«είμαι ένας ανάποδος και γκρινιάρης μικρός και κανείς δε μ΄ αγαπάει» είπε ο μικρός.
«Μικρέ μου» είπε η Μαμά « όπως και να ΄σαι, εγώ πάντα θα σ΄ αγαπώ».
« Κι αν ήμουνα αρκούδος, πάλι θα με φρόντιζες και θα μ΄ αγαπούσες;» ρώτησε ο Μικρός.
«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»
«Αν όμως γινόμουν πράσινο έντομο, πάλι θα μ΄ αγαπούσες,
πάλι θα με αγκάλιαζες και θα με φιλούσες;»
«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»
«Ό, τι κι αν γίνει;» είπε ο Μικρός και χαμογέλασε.
«Κι αν ήμουνα κροκόδειλος;»
«Θα σε αγκάλιαζα και θα σε αγαπούσα και τη νύχτα θα σου τραγουδούσα» είπε η Μαμά.
« Χαλάει ποτέ η αγάπη;» ρώτησε ο Μικρός.
Λυγίζει άραγε ποτέ και σπάει;
Κι αν ναι, μπορείς άραγε να την κολλήσεις,
να τη φτιάξεις και να τη χτίσεις; »
«Α, δεν ξέρω» είπε η Μαμά « το μόνο που ξέρω είναι ότι θα σ΄ αγαπώ για πάντα».
«Κι όταν πεθάνουμε και χαθούμε, θα μ΄ αγαπάς ακόμη;» είπε ο Μικρός.
«Θα υπάρχει ακόμα η αγάπη;»
Η Μαμά πήρε στην αγκαλιά της τον μικρό και κοίταξαν μαζί από το παράθυρο τον ουρανό.
Το φεγγαράκι έφεγγε ψηλά και τ΄ αστεράκια ήταν φωτεινά.
«Κοίτα, Μικρέ, τ΄ αστεράκια πώς λάμπουνε στον ουρανό.
Ξέρεις πως πολλά απ΄ αυτά έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια πια;»
«Τα βλέπεις όμως πώς φωτίζουν ακόμα στον ουρανό;
Η αγάπη είναι σαν τ΄ αστέρια: ποτέ δεν πεθαίνει και πάντα φωτίζει».

Oι άγγελοι

Δύο άγγελοι που ταξίδευαν σταμάτησαν να περάσουν την νύχτα σε ένα σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας. Η οικογένεια ήταν αγενής και αρνήθηκε στους αγγέλους να μείνουν στο δωμάτιο των ξένων της βίλας. Αντιθέτως, έδωσαν στους αγγέλους ένα μικρό μέρος σε ένα κρύο υπόγειο. Καθώς εκείνοι έφτιαχναν τα κρεβάτια τους στο σκληρό πάτωμα, ο μεγαλύτερος άγγελος είδε μια τρύπα στον τοίχο και την επισκεύασε. Όταν ο μικρότερος άγγελος τον ρώτησε γιατί, ο μεγαλύτερος απάντησε: "Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται"...
Την επόμενη νύχτα το ζευγάρι των αγγέλων ήρθε να ξεκουραστεί σε ένα πολύ φτωχικό σπίτι αλλά ο αγρότης και η γυναίκα του ήταν πολύ φιλόξενοι. Αφού μοιράστηκαν τη λίγη τροφή που είχαν, το ζευγάρι των αγγέλων κοιμήθηκαν στο κρεβάτι τους όπου μπορούσαν να έχουν μια ξεκούραστη νύχτα. Όταν βγήκε ο ήλιος, το επόμενο πρωί οι άγγελοι βρήκαν τον αγρότη και την γυναίκα του να κλαίνε. Η μοναδική τους αγελάδα της οποίας το γάλα ήταν το μόνο τους εισόδημα ήταν νεκρή στο λιβάδι.
Ο μικρότερος άγγελος ήταν αναστατωμένος και ρώτησε το μεγαλύτερο πως ήταν δυνατόν και άφησε να γίνει κάτι τέτοιο.
Ο πρώτος άντρας είχε τα πάντα και παρόλα αυτά τον βοήθησες, τον κατηγόρησε εκείνoς. Η δεύτερη οικογένεια είχε ελάχιστα και όμως ήταν πρόθυμη να μοιραστεί τα πάντα και εσύ άφησες την αγελάδα να πεθάνει... "Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται", απάντησε ο μεγαλύτερος άγγελος.
"Όταν μείναμε στο υπόγειο της βίλας, πρόσεξα πως ήταν χρυσός αποθηκευμένος σε εκείνη την τρύπα στον τοίχο. Μια και ο ιδιοκτήτης ήταν τόσο άπληστος και δεν είχε τη διάθεση να μοιραστεί την καλή του τύχη, σφράγισα τον τοίχο ώστε να μην μπορεί να βρει το χρυσό. Εχθές τη νύχτα καθώς κοιμόμασταν στο κρεβάτι του αγρότη ήρθε ο άγγελος του Θανάτου για την γυναίκα του, κι εγώ έδωσα στη θέση της την αγελάδα. Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται."
Μερικές φορές αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν τα πράγματα δεν έχουν το αποτέλεσμα που πρέπει. Αν έχεις πίστη, θα πρέπει να μάθεις να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις ότι το κάθε αποτέλεσμα είναι πάντα προς όφελός σου. Μπορεί να μην το ξέρεις παρά μονάχα πολύ αργότερα.
Μερικοί άνθρωποι έρχονται στη ζωή μας και γρήγορα φεύγουν.
Μερικοί άνθρωποι γίνονται φίλοι και μένουν λίγο αφήνοντας όμορφα χνάρια στην καρδιά μας και εμείς δεν είμαστε ποτέ το ίδιο γιατί έχουμε κάνει έναν καλό φίλο...
Το εχθές είναι παρελθόν.
Το αύριο μυστήριο.
Το σήμερα είναι δώρο.
Η αλήθεια είναι ότι ξεχνάμε να ζούμε το "σήμερα".

Ο κύκνος και το κοράκι

Υπήρχε ένα σμήνος κορακιών. Το ένα από αυτά ήταν δυνατό, έξυπνο και όμορφο, έτσι το έκαναν αρχηγό τους. Αυτός ο βασιλιάς των κορακιών αισθανόταν περήφανος για τα κατορθώματά του και υποτιμούσε τα άλλα δημιουργήματα.
Μια μέρα εμφανίστηκε ένας νεαρός κύκνος. Τα κοράκια μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν αν γνώριζε για τους μεγάλους άθλους του βασιλιά τους. Αυτός παραδέχθηκε την άγνοιά του και ζήτησε να δει το βασιλιά τους. Ο βασιλιάς των κορακιών εμφανίστηκε και ρώτησε τον κύκνο για τους διάφορους τύπους πετάγματος. Ο κύκνος, στην απλότητά του, είπε ότι γνώριζε μονάχα ένα τύπο.
Ο βασιλιάς των κορακιών τότε ξεκίνησε μια επίδειξη των εκατό και ένα τρόπων πετάγματός του. Αφού εκτέλεσε τους ακροβατισμούς του, ζήτησε να δει την τέχνη του κύκνου. Ο νεαρός κύκνος απογειώθηκε με το χαριτωμένο, απαλό και φυσικό πέταγμά του και όπως συνήθιζε, αύξησε την ταχύτητά του μονάχα σταδιακά. Επειδή ο κόρακας ήταν μικρός και γοργός, πέταξε γρήγορα και αφού συνειδητοποίησε ότι ο κύκνος έμεινε πίσω, επέστρεψε για να τον χαροποιήσει. Ο κύκνος σταδιακά αύξησε την ταχύτητά του και πριν περάσει λίγη ώρα, ο κόρακας κουράστηκε και έτρεμε και τελικά έπεσε στη θάλασσα. Ο κύκνος κατέβηκε και έσωσε το κοράκι και το βοήθησε να επιστρέψει στο σμήνος του. Το κοράκι τότε ντράπηκε για την αλαζονεία του και ευχαρίστησε τον κύκνο για τη μετριοπάθεια και τη μεγαλοψυχία του.
Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι ο κύκνος ζούσε μια φυσική ζωή, ενώ το κοράκι ήταν απασχολημένο με περιαυτολογία, ακροβασίες, φλυαρία και εξυπνάδες.
Η έσχατη ευτυχία πηγαίνει σε εκείνους που ζουν μια φυσική και απλή ζωή, σε αρμονία με τους νόμους και τη βούληση του Δημιουργού, παρά στους εξυπνάκιες και τους αυθάδεις που σπαταλούν ενέργεια σε μηδαμινές ασχολίες και περνούν τη ζωή τους με μια απατηλή εικόνα για τον εαυτό τους.

Η προετοιμασία

Κάποια μέρα ένας άνθρωπος είδε το κουκούλι μιας κάμπιας, στο οποίο υπήρχε μία χαραμάδα από την οποία προσπαθούσε να βγει μια μικρή πεταλούδα....
Περνούσε όμως ο καιρός και η πεταλούδα αδυνατούσε να ανοίξει την χαραμάδα για να βγει...
Έτσι ο άνθρωπος αποφάσισε να την βοηθήσει. Με τον σουγιά του άνοιξε την χαραμάδα και η πεταλούδα αμέσως βγήκε...
Αλλά το κορμάκι της ήταν αδύνατο, τα φτερά της βαριά και η πεταλούδα μπορούσε να κινηθεί με μεγάλη δυσκολία...
Ο άνθρωπος την παρακολουθούσε πιστεύοντας πως σε λίγο θ' άνοιγε τα φτερά της για να πετάξει...όμως τίποτα δεν έγινε...η πεταλούδα συνέχισε να σέρνει το κορμί της και να κουβαλάει τα φτερά της..
Και όλα αυτά έγιναν γιατί ο άνθρωπος θέλοντας να την βοηθήσει, δεν κατάλαβε ότι η πεταλούδα  έπρεπε να δυσκολευτεί γιατί μόνο τότε η δύναμη θα απλωνόταν σε όλο το κορμί της και στα φτερά της.
Η ίδια η ζωή ανάγκαζε την πεταλούδα να προσπαθεί
και να αποκτήσει δυνάμεις που θα της επέτρεπαν
να σπάσει το κουκούλι και να βγει να πετάξει.
Η ζωή φέρνει πάντα δυσκολίες, εάν η ζωή ήταν μια συνεχιζόμενη λιακάδα θα μετατρεπόταν σε έρημο...
έτσι είναι η ζωή...
Γι' αυτό όταν ζητάς δυνάμεις η ζωή δίνει δυσκολίες για να γίνεις πιο δυνατός.
Όταν ζητάς σοφία η ζωή σε γεμίζει με προβλήματα για να τα λύσεις.
Η ζωή μπορεί να μην σου δίνει όλα αυτά που θα ήθελες
αλλά σου δίνει όλα τα απαραίτητα για ν' αποκτήσεις αυτά που χρειάζεσαι!

Γιατί ο Θεός επέτρεψε να μου συμβεί αυτό;

Εδώ είναι η εξήγηση…
Μια κόρη λέει στη μητέρα της, πως όλα της πηγαίνουν στραβά.
Μπορεί να έγραψε χάλια στο διαγώνισμα των Μαθηματικών,
Ο φίλος της να την άφησε… για την καλύτερη φίλη της.
Σε τέτοιες δύσκολες ώρες, μια καλή μητέρα ξέρει καλά τί χρειάζεται για να παρηγορήσει την κόρη της… Λέει : “Θα φτιάξω ένα υπέροχο κέικ!” , την αγκαλιάζει και πάνε στην κουζίνα, ενώ η κόρη κάνει προσπάθεια να χαμογελάσει.
Καθώς η μητέρα ετοιμάζει τα σκεύη και τα υλικά, η κόρη κάθεται απέναντί της στον πάγκο. Η μητέρα ρωτά, “Γλυκιά μου, θα ήθελες ένα κομμάτι κέικ;”
Η κόρη απαντά, “Φυσικά, μαμά! Ξέρεις ότι μου αρέσει πολύ!”
“Εντάξει…” λέει η μητέρα, “Πιες λίγο λάδι!” Έκπληκτη η κόρη απαντά.
“Τί; Με τίποτα!!!”
“Tί θα έλεγες για δυο ωμά αυγά;” 
Η κόρη απαντά, “Με δουλεύεις;”
“Λιγάκι αλεύρι;”
“Όχι μαμά! Θα με πιάσει η κοιλιά μου!”
Η μητέρα λέει, “Όλα αυτά τα υλικά είναι άψητα και έχουν άσχημη γεύση, αλλά αν τα βάλεις μαζί και τα ψήσεις φτιάχνουν ένα υπέροχο κέικ!”
Ο Θεός εργάζεται με τον ίδιο τρόπο. 
Όταν αναρωτιόμαστε, γιατί μας υποχρεώνει να περνάμε δυσκολίες, δεν αντιλαμβανόμαστε το πού θα μας βγάλουν ή τί θα μας φέρουν. 
Μόνο Εκείνος γνωρίζει και ΔΕΝ μας αφήνει να πέσουμε.
Δεν χρειάζεται να αρκεσθούμε στα ωμά υλικά: να του έχουμε εμπιστοσύνη… και θα δούμε να βγαίνει από αυτά, κάτι που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε !
Ο Θεός μας αγαπάει τόσο πολύ, μας στέλνει λουλούδια κάθε άνοιξη, Ανατέλλει τον ήλιο κάθε μέρα  και κάθε φορά που χρειάζεσαι να μιλήσεις είναι εκεί για να σ’ ακούσει!
Μπορεί να ζει οπουδήποτε θέλει μέσα στο σύμπαν αλλά διαλέγει να ζει μέσα στην καρδιά σου!
Το κρεμμύδι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια γυναίκα πολύ κακιά και πέθανε. Και δεν έμεινε ξοπίσω της ούτε μια καλή πράξη. Την άρπαξαν τα διαβόλια και την έριξαν στη φλεγόμενη λίμνη. Και ο φύλακας άγγελός της σκέφτηκε: "πώς να θυμηθώ καμιά καλή της πράξη, για να την πω στο Θεό;" Θυμήθηκε και είπε στο Θεό: "αυτή", είπε, "έβγαλε ένα κρεμμυδάκι από το περιβόλι της και το έδωσε σε μια ζητιάνα." Και του απάντησε ο Θεός: "πάρε, λοιπόν, αυτό το κρεμμυδάκι και δώσε της το εκεί στη λίμνη, ας πιαστεί απ’ αυτό και τότε τράβα την. Αν τη βγάλεις από τη λίμνη, τότε ας έρθει στον Παράδεισο, αν όμως κοπεί το κρεμμυδάκι, τότε ας μείνει η γυναίκα εκεί που είναι τώρα." 
Έτρεξε ο άγγελος στη λίμνη και της πήγε το κρεμμυδάκι: "πιάσου γυναίκα απ’ αυτό" της είπε, "και θα σε τραβήξω." Κι άρχισε να την τραβάει προσεκτικά, μα σαν την είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί μέσα στη λίμνη, άρχισαν να πιάνονται από τα πόδια της για να βγουν κι αυτοί μαζί της... Μα η γυναίκα άρχισε να τους κλωτσάει και φώναξε: "Εμένα βγάζουν κι όχι εσάς, δικό μου είναι το κρεμμυδάκι!!" Και μόλις το είπε αυτό, το κρεμμυδάκι έσπασε…. 
Κι ο άγγελος άρχισε να κλαίει κι έφυγε…

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ.

Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι η ζωή μας θα είναι καλύτερη όταν θα παντρευτούμε, θα αποκτήσουμε ένα μωρό, μετά ένα ακόμα.
Μετά αγχωνόμαστε διότι τα παιδιά μας δεν είναι αρκετά μεγάλα και όλα θα είναι καλύτερα όταν θα μεγαλώσουν.
Στη συνέχεια αγχωνόμαστε γιατί φτάνουν στην εφηβεία και πρέπει να ασχοληθούμε μαζί τους. Θα είμαστε σίγουρα ευτυχείς όταν θα ξεπεράσουν αυτό το στάδιο.
Λέμε στους εαυτούς μας ότι η ζωή μας θα είναι ολοκληρωμένη όταν ο σύντροφός μας θα αποκατασταθεί, όταν θα αποκτήσουμε ένα πιο ωραίο αυτοκίνητο, όταν θα μπορέσουμε να πάμε διακοπές, όταν θα πάρουμε την σύνταξή μας.
Η αλήθεια είναι ότι η καλύτερη στιγμή για να είμαστε ευτυχισμένοι είναι ΤΩΡΑ.
Αλλιώς πότε ;
Η ζωή μας θα είναι πάντοτε γεμάτη με απογοήτευση. Είναι προτιμότερο να το παραδεχτούμε και να αποφασίσουμε να είμαστε ευτυχισμένοι παρόλα αυτά.
Για πολύ καιρό, μου φαινόταν ότι η ζωή μου θα άρχιζε.
Η πραγματική ζωή.
Αλλά υπήρχαν πάντα εμπόδια, μία δοκιμασία να ξεπεραστεί, μια δουλειά να τελειώσει, χρόνος να δοθεί, ένα χρέος να πληρωθεί. Μετά η ζωή θα ξεκινούσε.
Τελικά κατάλαβα ότι αυτά τα εμπόδια ήταν η ΖΩΗ.
Αυτή η προοπτική με βοήθησε να δω ότι δεν υπάρχει μονοπάτι προς την ευτυχία.
ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ.
Λοιπόν, εκτιμήστε κάθε στιγμή.
Σταματήστε να περιμένετε να τελειώσετε το σχολείο, να ξαναγυρίσετε στο σχολείο, να χάσετε 10 κιλά, να πάρετε 10 κιλά, να ξεκινήσετε να δουλεύετε, να παντρευτείτε, να έρθει η Παρασκευή το βράδυ, η Κυριακή πρωί, να αγοράσετε ένα καινούριο αμάξι, να πληρώσετε την υποθήκη σας, να έρθει η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η πρώτη του μήνα, η τα μέσα του μήνα, να ακουστεί το τραγούδι σας στο ραδιόφωνο, να πεθάνετε, να ξαναγεννηθείτε … πριν αποφασίσετε να ΕΙΣΤΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ.
Η ευτυχία είναι ένα ταξίδι, όχι ένας προορισμός.
Δεν υπάρχει καλύτερος χρόνος για να είστε ευτυχισμένοι ….από το ΤΩΡΑ !
Ζήστε και εκτιμήστε την τωρινή στιγμή.

ΚΑΡΟΤΟ, ΑΥΓΟ Ή ΚΟΚΚΟΣ ΚΑΦΕ

Μία νεαρή γυναίκα πήγε στη μητέρα της και της μίλησε για τη ζωή της και πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη. Δεν ήξερε πώς να φτιάξει τα πράγματα και ήθελε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί και να παλεύει. Της φαινόταν πως μόλις λυνόταν ένα πρόβλημα, ένα άλλο νέο προέκυπτε.
Η μητέρα της την πήγε στην κουζίνα. Γέμισε τρία δοχεία με νερό και έβαλε το καθένα σε δυνατή φωτιά. Γρήγορα το νερό στα δοχεία άρχισε να βράζει. 
Στο πρώτο δοχείο έβαλε καρότα, στο δεύτερο έβαλε αυγά, και στο τελευταίο έβαλε κόκκους καφέ. Τα άφησε λίγο να βράσουν, χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Περίπου σε είκοσι λεπτά έκλεισε τα μάτια της κουζίνας. Έβγαλε τα καρότα έξω απ΄ το νερό και τα έβαλε σ’ ένα μπωλ. Έβγαλε τα αυγά έξω και τα έβαλε σ’ ένα μπολ. Μετά έβγαλε τον καφέ έξω και τον έβαλε σε ένα φλιτζάνι.
Γυρνώντας στην κόρη της την ρώτησε: “πες μου τι βλέπεις”.
“Καρότα, αυγά και καφέ“, της απάντησε η κόρη. 
Η μητέρα της την έφερε πιο κοντά και της ζήτησε να αγγίξει τα καρότα. Το έκανε και παρατήρησε ότι ήταν μαλακά. 
Μετά η μητέρα ζήτησε απ΄ την κόρη της να πάρει ένα αυγό και να το σπάσει. Αφού έβγαλε τα τσόφλια, παρατήρησε ότι το αυγό ήταν σφιχτό. Στο τέλος, η μητέρα ζήτησε απ΄ την κόρη της να πιει μια γουλιά απ΄ τον καφέ.
Η κόρη χαμογέλασε καθώς μύρισε το πλούσιο άρωμά του. Μετά η κόρη ρώτησε: “τι σημαίνουν όλα αυτά μητέρα;”.
Η μητέρα της της εξήγησε ότι το καθένα απ΄ αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα είχε αντιμετωπίσει τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή βραστό νερό. Το καθένα όμως αντέδρασε διαφορετικά. Το καρότο αρχικά μπήκε μέσα στο νερό δυνατό και σκληρό. Εντούτοις, εφόσον τοποθετήθηκε στο βραστό νερό, μαλάκωσε και έγινε αδύναμο. Το αυγό ήταν εύθραυστο. Το λεπτό εξωτερικό του περίβλημα είχε προστατέψει το υγρό εσωτερικό του, αλλά μετά την τοποθέτησή του σε βραστό νερό, το εσωτερικό του σκλήρυνε. Όμως οι κόκκοι του καφέ ήταν μοναδικοί. Μετά την τοποθέτησή τους σε βραστό νερό, άλλαξαν το νερό. 
Ποιο απ΄ αυτά είσαι εσύ;” ρώτησε την κόρη της. 
Όταν η δυσκολία χτυπάει την πόρτα σου, πώς ανταποκρίνεσαι; Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ;
Σκέψου το λίγο: Τι απ΄αυτά είσαι εσύ; 
 Είσαι το καρότο που φαίνεται δυνατό, αλλά με τον πόνο και τις δυσκολίες λυγίζεις και μαλακώνεις και χάνεις τη δύναμή σου; 
Είσαι το αυγό που ξεκινάει με μαλακή καρδιά, αλλά αλλάζει με τη θερμότητα; Μήπως είχες “υγρό” πνεύμα, αλλά μετά από έναν θάνατο, έναν χωρισμό, μία οικονομική δυσκολία ή μια άλλη δοκιμασία σκλήρυνες; Μήπως το περίβλημά σου μοιάζει το ίδιο, αλλά μέσα σου έχεις πίκρα και σκληράδα, με σκληρό πνεύμα και σκληρή καρδιά; 
Ή μήπως είσαι σαν τον κόκκο του καφέ; Ο κόκκος στην πραγματικότητα αλλάζει το καυτό νερό, δηλαδή τις ίδιες τις συνθήκες που προκαλούν τον πόνο. Όταν το νερό ζεσταίνεται, απελευθερώνει το άρωμα και τη γεύση του. Εάν είσαι σαν τους κόκκους του καφέ, όταν τα πράγματα δεν είναι στα καλύτερά τους, εσύ γίνεσαι καλύτερος και αλλάζεις την κατάσταση γύρω σου.
Όταν δεν είναι και η καλύτερη στιγμή και οι δοκιμασίες σε συναντούν, ανυψώνεις τον εαυτό σου σε άλλο επίπεδο; 
Πώς αντιμετωπίζεις τις αντιξοότητες; 
Είσαι καρότο, αυγό ή κόκκος καφέ; Ελπίζω να έχεις αρκετή ευτυχία για να σε κάνει γλυκό, αρκετές δοκιμασίες για να σε κάνουν δυνατό, αρκετή λύπη για να παραμείνεις ανθρώπινος και αρκετή ελπίδα για να σε κάνει ευτυχισμένο. 
Οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων δεν έχουν απαραιτήτως τα καλύτερα απ’ όλα... 
Απλώς κάνουν το καλύτερο που μπορούν με αυτά που τους συμβαίνουν στη διαδρομή τους. Το λαμπρότερο μέλλον πάντοτε θα βασίζεται σε ένα ξεχασμένο παρελθόν. 
Δεν μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή μέχρι ν΄ αφήσεις πίσω τις αποτυχίες σου και τους πόνους σου.
Η ομορφότερη καρδιά

Μια φορά κι ένα καιρό, ένας νεαρός είχε σταθεί στη μέση της πόλης και φώναζε ότι είχε την ομορφότερη καρδιά σ’ όλη την περιοχή. Μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε, κι όλοι θαύμαζαν την καρδιά του, που ήταν τέλεια. Δεν υπήρχε ούτε σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι πάνω της. Κι όλοι τότε συμφώνησαν ότι αυτή ήταν η πιο όμορφη καρδιά που είχαν δει ποτέ τους. 
Ο νεαρός μας ήταν πολύ περήφανος και κορδωνόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά. Ξάφνου ένας γέρος στάθηκε μπροστά στον κόσμο κι είπε, “Ομως η καρδιά σου δεν πλησιάζει την ομορφιά της δικής μου καρδιάς.” 
Ο κόσμος, αλλά και το παλικάρι, κοίταξαν την καρδιά του γέροντα. Χτυπούσε δυνατά, όμως ήταν γεμάτη ουλές. Υπήρχαν σημεία όπου φαινόταν ότι είχαν κοπεί κομμάτια και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί άλλα, που όμως δεν ταίριαζαν καλά με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δαντελλωτές άκρες. Κι αλλού υπήρχαν σημεία με βαθιά χάσματα, απ’ όπου έλειπαν και ολόκληρα κομμάτια. 
Οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο - πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεται αυτός ότι η καρδιά του είναι ωραιότερη, σκέφτονταν; 
Ο νέος κοίταξε την καρδιά του γέρου, είδε τα χάλια της και γέλασε. 
-”Πλάκα μας κάνεις ;” είπε. “Για κάνε σύγκριση ανάμεσα στη δικιά σου και στη δικιά μου καρδιά. Η δικιά μου είναι τέλεια, ενώ η δικιά σου είναι ένα μάτσο ουλές και δάκρυα.”
-”Μάλιστα” είπε ο γέροντας, “η δική σου δείχνει τέλεια, όμως δεν θ’ άλλαζα ποτέ μου τη δική μου καρδιά με τη δική σου. Κοίταξε, κάθε ουλή αντιπροσωπεύει κάποιον που του έδωσα την αγάπη μου - κόβω ένα κομμάτι της καρδιάς μου και του το δίνω, και συχνά μου δίνει ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς για να πάει στη θέση του άδειου μέρους της καρδιάς μου, αλλά επειδή τα κομμάτια δεν είναι ακριβώς ίδια, έχω μερικές αγκαθωτές άκρες, που όμως τις λατρεύω γιατί μου θυμίζουν την αγάπη που μοιραστήκαμε.” 
“Μερικές άλλες φορές έχω δώσει κομμάτια της καρδιάς μου, και ο άλλος δεν μου έδωσε πίσω ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς. Αυτά είναι τα άδεια χάσματα - ξέρεις, το να προσφέρεις την αγάπη σου έχει και κάποιο ρίσκο. Παρ’ όλο που αυτά τα χάσματα πονούν, παραμένουν ανοιχτά και μου θυμίζουν την αγάπη που έχω και γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα γυρίσουν κοντά μου και θα γεμίσουν τους χώρους που τους έχω άδειους να περιμένουν. Βλέπεις λοιπόν τι θα πει πραγματική ομορφιά ;” 
Ο νεαρός στάθηκε σιωπηλός, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του. Προχώρησε προς τον γέροντα, άπλωσε το χέρι του μέσα στην τέλεια, νεανική και όμορφη καρδιά του, και ξέσκισε ένα κομμάτι της. Το πρόσφερε στο γέροντα με χέρια που έτρεμαν. Ο γέρος τότε πήρε αυτή την προσφορά, την έβαλε στην καρδιά του, και μετά πήρε λίγη από την κατακομματιασμένη του καρδιά και την έβαλε πάνω στην πληγή της καρδιάς του νέου. Ταίριαζε βέβαια, αλλά όχι και απόλυτα, κι έτσι έμειναν κάποιες άγριες άκρες. 
Και το παλικάρι κοίταξε την καρδιά του, που δεν ήταν πια τέλεια, ήταν όμως ομορφότερη από οποιαδήποτε άλλη αφού η αγάπη από την καρδιά του γέροντα ξεχείλιζε τώρα και στη δική του καρδιά.

Τα κλειστά αυτιά

Τα βατραχάκια αποφάσισαν να κάνουν μεταξύ τους αγώνα για το ποιο θα καταφέρει να φτάσει την κορυφή του πιο ψηλού βουνού.
Όλα τα ζώα του δάσους μαζεύτηκαν να παρακολουθήσουν από περιέργεια αφού ήταν σίγουρα πως κανένας βάτραχος δεν θα άντεχε να σκαρφαλώσει στο βουνό.
Ο αγώνας ξεκίνησε κι οι αμφιβολίες των θεατών γινόταν όλο και πιο έντονες.
-Μπα δεν θα τα καταφέρουν.
-Όπου να ναι θα αρχίσουν να κουράζονται.
Πράγματι μετά από λίγο ένα ένα τα βατραχάκια άρχισαν να εγκαταλείπουν.
Ακόμη και τα λίγα που συνέχιζαν δέχονταν τον χλευασμό από τα υπόλοιπα ζώα.
Οι δυνάμεις τους τα είχαν προδώσει και στο τέλος μόνο έμεινε να αγωνίζεται και ως εκ θαύματος έφτασε στην κορυφή.
Τα υπόλοιπα ζώα έκπληκτα έτρεξαν να το συγχαρούν και τότε μόνο κατάλαβαν πως ήταν κουφό.
Καμιά φορά πρέπει να κλείνουμε τα αυτιά μας σ’ ότι δεν είναι χρήσιμο σε εμάς.


Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο και που μονολογούσε: «πόσο δυστυχισμένο είμαι… τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο… γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;» 
Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει: «Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση. Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο» 
Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά: «Πως;! Δεν είμαι κύμα;! Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου; Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είναι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;» 
Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται: «Αυτό που καλείς ʽκύμαʼ δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό! Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου»

Η ιστορία δυο φίλων που περπατούσαν στην έρημο.

Κάποια στιγμή τσακώθηκαν και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο. Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, έγραψε πάνω σε μια πέτρα:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ.
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε : όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα. Γιατί;
Ο άλλος φίλος απάντησε : «όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο, όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν. Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».
Μάθε να γράφεις τα τραύματα σου στην άμμο..
και να χαράζεις τις χαρές σου στην πέτρα...

Μια ιστορία πάντα επίκαιρη

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας καλός πατέρας με τις δύο κόρες του που υπεραγαπούσε εξίσου.
Μεγάλωσαν γρήγορα με τη σωστή καθοδήγηση του και όταν ήρθε η ώρα να παντρευτούν, η μια διάλεξε ένα γεωργό και η άλλη έναν αγγειοπλάστη.
Πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια και ο καλός πατέρας αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τις κόρες τους στα νοικοκυριά τους.
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Γεωργού.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να ρίξει μια βροχή να ποτίσει τα χωράφια που έχουμε φυτέψει τους σπόρους και περιμένουμε να μεγαλώσουν τα σπαρτά. Αν μ' αγαπάς πατέρα, βροχή να εύχεσαι για μένα!
Ο πατέρας έφυγε χαρούμενος και στο μυαλό του είχε μονάχα μια ευχή: Να βρέξει για το καλό της κόρης του και του γαμπρού του.
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο σπίτι της γυναίκας του Αγγειοπλάστη.
-Πως είναι κόρη μου η ζωή σου; Είσαι ευτυχισμένη;
-Απ' όλα τα καλά έχω πατέρα και ο άντρας μου με αγαπά. Το μόνο που θα 'θελα είναι να έχει καλοκαιρία τις επόμενες μέρες γιατί έχουμε πλάσει ένα σωρό αγγεία και περιμένουμε να στεγνώσουν για να τα μοσχοπουλήσουμε. Αν μ' αγαπάς πατέρα, ήλιο να εύχεσαι για μένα!
Και τώρα;
Τι να ευχηθεί ο δύστυχος πατέρας...
Δεν μπορείς ποτέ να τους ικανοποιήσεις όλους...Άσε που καμιά φορά δεν υπάρχει σωστό και λάθος.
Η πρόσκαιρη ζωή

Ένας φτωχός καμηλιέρης θέλοντας να βρει λύση στο πρόβλημα του ξεκίνησε να επισκεφθεί το πιο σοφό γέροντα της χώρας του. Χρειάστηκε να ταξιδέψει για μέρες και να διασχίσει την μισή έρημο για να φτάσει. Όταν βρήκε την κατοικία του σοφού απογοητεύτηκε, ήταν μόνο μια σκηνή με ένα στρώμα και πολλά βιβλία.
Απορημένος τον ρώτησε.
-Μα εδώ ζείς; Που είναι τα έπιπλα; Που είναι τα πράγματα σου;
-Τα δικά σου πράγματα που είναι; Απάντησε ο γέροντας.
-Μα εγώ είμαι επισκέπτης.
-Κι εγώ, επισκέπτης είμαι.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ζωή είμαστε προσωρινοί και τίποτα δεν διαρκεί για πάντα
Ο εγωισμός ή η καθημερινότητα

Ένας άντρας είχε αποκλειστεί στη σκεπή του σπιτιού του κατά τη διάρκεια μιας νεροποντής που κατέληξε σε πλημμύρα. Απελπισμένος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να προσεύχεται με ευλάβεια.
Λίγο αργότερα πέρασε από εκεί ένας άντρας με μια βάρκα και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει.
-Δε χρειάζομαι βοήθεια, είπε ο άντρας στη στέγη. Ο Θεός θα με σώσει!
Έπειτα από λίγο έφτασαν τα σωστικά συνεργεία και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν.
-Φύγετε, ούρλιαξε ο άντρας! Ο Θεός θα με σώσει!
Δεν άργησε να βρει φριχτό θάνατο μέσα στα μανιασμένα νερά που τον κατάπιαν...
Όταν έφτασε λοιπόν στον Παράδεισο, είπε στο Θεό:
-Προσευχήθηκα να με βοηθήσεις, μα εσύ με άφησες να πνιγώ.
Και ο Θεός απάντησε:
-Εγώ σου έστειλα μια βάρκα και τα σωστικά συνεργεία...
Τα θαύματα έρχονται στη ζωή μας, πολλές φορές, ενδεδυμένα με το μανδύα της καθημερινότητας.
Η ανεκτικότητα

Ένας ιδιοκτήτης pet-shop στην Αυστρία, είχε αναρτήσει μια πινακίδα έξω από  το κατάστημα του, που έγραφε: ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΚΟΥΤΑΒΙΑ. 
Ένα μικρό αγόρι είδε την πινακίδα και μπήκε στο κατάστημα ρωτώντας: 
"Πόσα χρήματα θέλετε για να μου δώσετε ένα κουτάβι";
Ο ιδιοκτήτης απάντησε πως κόστιζαν από 30 έως 50 δολάρια. 
Ο μικρός, βγάζοντας ελάχιστα χρήματα από την τσέπη του είπε:
Δυστυχώς έχω μόνο 2 δολάρια, μπορώ τουλάχιστον να χαζέψω λίγο τα κουτάβια"; 
Ο ιδιοκτήτης χαμογέλασε και σφύριξε δυνατά.
Μια σκυλίτσα μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από 5 κουταβάκια. 
Το ένα από αυτά κούτσαινε, με αποτέλεσμα να μείνει λίγο πιο πίσω από τα  άλλα κουταβάκια. 
Τότε ο μικρός ρώτησε: "Τι έχει αυτό το κουτάβι και κουτσαίνει"; 
Ο ιδιοκτήτης του εξήγησε πως το κουταβάκι είχε γεννηθεί με πρόβλημα στο γοφό και πως θα έμενε έτσι σε όλη του τη ζωή.
Ο μικρός ενθουσιασμένος είπε στον μαγαζάτορα:
"θέλω να το αγοράσω" του φώναξε αποφασιστικά.
Ο άντρας γέλασε και του είπε: "Όχι, δεν νομίζω να θέλεις ένα τέτοιο κουτσό κουτάβι. Αλλά αν επιμένεις μπορώ να σου το χαρίσω"... 
Ο μικρός ήταν περήφανος και του είπε ότι θα προτιμούσε να αγοράσει το κουτάβι έστω και με ευκολίες και θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξεπληρώσει το χρέος του στον ιδιοκτήτη του pet shop, δίνοντας ένα ποσό κάθε μήνα. 
Ο άντρας γέλασε ξανά και είπε: " το κουτάβι αυτό είναι άχρηστο, πραγματικά δεν σου χρειάζεται, ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου
όπως τα άλλα σκυλιά...". 
Τότε ο μικρός σήκωσε το μπατζάκι από το παντελόνι του και άφησε να ξεπροβάλλει το αριστερό του πόδι, το οποίο υποστηριζόταν από ένα μεταλλικό  σίδερο. 
"Όπως βλέπετε, ούτε και εγώ θα μπορέσω να τρέξω και να παίξω μαζί του επομένως το κουτάβι θα έχει κάποιον που το καταλαβαίνει...". 
Ο άντρας δάγκωνε τώρα τα χείλη του μην ξέροντας τι να πει. 
Δακρυσμένος, προσπάθησε να χαμογελάσει και είπε: "εύχομαι... όλα τα κουτάβια να βρουν κάποτε ένα ιδιοκτήτη σαν κι εσένα"... 
Στην ζωή δεν μετράει το ποιος είσαι αλλά το αν κάποιος σε αγαπά, σε δέχεται και σε εκτιμά γι' αυτό που είσαι χωρίς όρους.

Προσπάθεια αγάπης

Ήταν κάποτε ένα δράκος. Ζούσε μοναχός σε χαμένες στα βουνά σπηλιές. Περνούσε τη μέρα του τριγυρνώντας από εδώ από εκεί.. αν και τον περισσότερο χρόνο καθόταν και συλλογιζότανε. 
Τι να κάνει ένας φτερωτός δράκος σε αυτά τα μέρη; Γιατί δεν βρίσκει άλλους δράκους να συναντήσει ;
Μία ημέρα εκεί που καθόταν ήρεμα, ήρθε μία παιχνιδιάρα νεράιδα και άρχισε να του πειράζει τα αυτιά. 
Ξαφνιάστηκε. Ήταν η πρώτη φορά που κάτι έμψυχο δεν φοβότανε μπροστά στην θέα του . 
Γύρισε και την κοίταξε κατάματα ενώ αυτή συνέχιζε να του χαμογελάει. 
- Δεν φοβάσαι μήπως σε καταπιώ ; 
- Όχι.. είμαι πολύ μικρούλα για να χορτάσεις. 
- Δεν φοβάσαι μήπως σε φυλακίσω για πάντα ; 
- Όχι.. όποτε θέλω εξαφανίζομαι. 
- Δεν φοβάσαι μήπως σε αγαπήσω ; 
Η νεράιδα σάστισε. Γιατί ένας δράκος να αγαπήσει μία νεράιδα . Γιατί μία νεράιδα να μη φοβάται ένα δράκο. 
(η νεράιδα συνέχισε..) 
- Όχι... όλοι θέλουν κάποτε να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. 
Ο δράκος ένοιωσε ξαφνικά την επιθυμία να την αγκαλιάσει να την φιλήσει. 
Άπλωσε τα χέρια του αλλά τα νύχια μπήκαν βαθειά στη σάρκα της . 
Άνοιξε το στόμα του αλλά έβγαλε φωτιές και τα φτερά της νεράιδας κάηκαν. 
Έβγαλε δάκρυα από τα μάτια του αλλά αυτά την έπνιξαν. 
Η νεράιδα κάθισε και πέθανε στην αγκαλιά του ο δράκος ήταν και πάλι μόνος.
Ηθικό δίδαγμα : 
Δεν αρκεί να το θέλεις.. πρέπει και να μπορείς.. 
.. να αγαπήσεις τον άλλον.
Eίναι γεμάτο το βάζο;

Ένας καθηγητής φιλοσοφίας εμφανίστηκε στην τάξη του με ένα μεγάλο χάρτινο κουτί. Χωρίς να μιλήσει, πήρε από την χάρτινη κούτα ένα άδειο γυάλινο βάζο και άρχισε να το γεμίζει με μικρές πέτρες. Οι μαθητές τον κοιτούσαν με απορία. 
Όταν το βάζο δε χωρούσε άλλο ρώτησε: 
- Είναι γεμάτο το βάζο; 
Και οι μαθητές απάντησαν: 
- Ναι είναι γεμάτο. 
Αυτός χαμογέλασε και χωρίς να μιλήσει, πήρε από τη χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με μικρά βότσαλα και άρχισε να γεμίζει το βάζο, το κούνησε λίγο και τα βότσαλα κύλησαν και γέμισαν τα κενά μεταξύ των πετρών. 
Όταν το βάζο δε χωρούσε άλλο, ρώτησε: 
- Είναι γεμάτο το βάζο; 
Και οι μαθητές απάντησαν: 
- Ναι είναι γεμάτο. 
Αυτός χαμογέλασε πάλι και χωρίς να μιλήσει, πήρε από τη χάρτινη κούτα ένα σακουλάκι με άμμο και άρχισε να την αδειάζει μέσα στο βάζο. Η άμμος χύθηκε και γέμισε όλα τα κενά μεταξύ των πετρών και των βότσαλων. 
Όταν το βάζο δε χωρούσε άλλο, ρώτησε: 
- Είναι γεμάτο το βάζο; 
Οι μαθητές δίστασαν για λίγο, αλλά απάντησαν: 
- Ναι είναι γεμάτο. 
Αυτός χαμογέλασε πάλι και χωρίς να μιλήσει πήρε από την χάρτινη κούτα δύο μπουκάλια μπύρες και άρχισε να τα αδειάζει μέσα στο βάζο. Τα υγρά γέμισαν όλο το υπόλοιπο κενό του βάζου. 
Όταν το βάζο δε χωρούσε άλλο, ρώτησε: 
- Είναι γεμάτο το βάζο; 
Οι μαθητές αυτή τη φορά γέλασαν και είπαν: 
- Ναι, είναι γεμάτο. 
Τώρα, λέει ο καθηγητής, θέλω να θεωρήσετε ότι το βάζο αυτό αντιπροσωπεύει τη ζωή σας. 
Οι πέτρες είναι τα πιο σημαντικά στη ζωή σας, οικογένεια, ο σύντροφός σας, τα παιδιά σας, η υγεία σας, οι καλοί σας φίλοι. Είναι τόσο σημαντικά που ακόμα κι αν όλα τα υπόλοιπα λείψουν, η ζωή σας θα εξακολουθήσει να είναι γεμάτη. 
Τα βότσαλα είναι τα άλλα πράγματα που έρχονται στη ζωή μας, όπως οι σπουδές, η δουλειά μας, το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, τα στερεοφωνικά μας. Αν αυτά τα βάλετε πρώτα στο βάζο δεν θα υπάρχει χώρος για τις πέτρες, τα σημαντικά της ζωής. 
Η άμμος είναι όλα τα υπόλοιπα τα πολύ μικρά της ζωής. 
Αν βάλεις πρώτα άμμο στο βάζο, δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για τις πέτρες αλλά ούτε για τα βότσαλα. Το βάζο είναι η ζωή σας. Αν ξοδεύετε χρόνο και δύναμη για μικρά πράγματα, δεν θα βρείτε ποτέ χρόνο για τα πιο σημαντικά. Ξεχωρίστε ποια είναι τα πιο σημαντικά για την ευτυχία σας. 
Μιλήστε με τους γονείς σας, παίξτε με τα παιδιά σας, απολαύστε τη σύντροφό σας, προσέξτε την υγεία σας, χαρείτε με τους φίλους σας. Πάντα θα υπάρχει χρόνος για γνώση και σπουδές, πάντα θα υπάρχει χρόνος για εργασία, πάντα θα υπάρχει χρόνος για να φτιάξετε το σπίτι σας, το αυτοκίνητό σας, τα στερεοφωνικά σας. Όμως να φροντίσετε για τις πέτρες πρώτα. Ξεχωρίστε τις προτεραιότητες. 
Οι μαθητές είχαν μείνει άφωνοι. Ένας όμως ρώτησε: 
- Καλά, η μπύρα τι αντιπροσωπεύει; 
Ο καθηγητής γελώντας του απαντά: 
- Χαίρομαι που ρωτάς. Θα σας πω. Δεν έχει σημασία πόσο γεμάτη είναι η ζωή σας, δεν έχει σημασία πόσο στριμωγμένος είσαι, γιατί πρέπει να ξέρεις ότι ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΙΓΟΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΔΥΟ ΜΠΥΡΙΤΣΕΣ.
Το δίδαγμα που παίρνω εγώ, είναι πως δεν μπορείς ν' αναζητείς τη Γνώση, όταν νομίζεις ήδη ότι γνωρίζεις. Ας θυμηθούμε το Σωκρατικό "Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα". Μόνο η αγνή καρδιά ενός παιδιού, ή ενός τρελού μπορεί να χωρέσει τη Γνώση, ακριβώς όπως ο Ιησούς είπε "Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστί η Βασιλεία των Ουρανών" και "Αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν σας ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών". Στην αναζήτηση προσερχόμαστε με το μυαλό κενό και την καρδιά καθαρή. 

Tα φτερά είναι για να πετάς

Σε ένα μέρος του κόσμου σε κάποια στιγμή της ιστορίας, ζούσαν άνθρωποι που έφεραν φτερά στους ώμους, μικρά ή μεγάλα, όμορφα ή άσχημα, όμως σίγουρα είχαν φτερά.
Ένα αγόρι αναρωτιόταν για τα φτερά του και όταν ήρθε η ώρα και μεγάλωσε του είπε ο πατέρα του:
«Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεωμένος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»
«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.
«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.
«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήσεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».
Ο γιος αμφέβαλλε.«Κι αν πέσω;»
«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατσουνιές θα σε κάνουν πιο δυνατό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.
Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:
«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος… Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχεις να πετάξεις;»
Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν: «Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήσεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»
Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος. Μ’ ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»
 «Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήσεις Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»

Διδάγματα απ' το πεύκο

Πολλές φορές πέρασα, κάνοντας το περπάτημά μου μέσα στον όμορφο Πευκιά Ξυλοκάστρου, από το μέρος που σας στέλνω σε φωτογραφία, και κάθε φορά ...φιλοσοφούσα πάνω σ' αυτό που έβλεπα: ένα νεαρό πεύκο μεγαλώνει στη θέση που βρισκόταν κάποτε ο παχύς κορμός ενός άλλου πεύκου (και ο οποίος σχηματίζει μια "αγκαλιά"), χρησιμοποιώντας σαν τροφή-λίπασμα τα ανόργανα υλικά που προήλθαν απ' τα απομεινάρια του "πρόγονού" του.
Μήπως έτσι δε γίνεται και με μας τους ανθρώπους; Η νέα γενιά δεν μεγαλώνει "αγκαλιασμένη" απ' αυτά που άφησε η προηγούμενη γενιά; Και δεν εννοώ τόσο αυτά που έκανε, αλλά αυτό που ήταν. Γιατί, τελικά, αυτό που μένει είναι η παρουσία μας, περισσότερο απ' όλα τ' άλλα. Αυτή η "παρ-ουσία" έχει την "ουσία" που θα θρέψει τις επόμενες γενιές.
Ο πατέρας μου, όταν ήμουν ακόμη στην εφηβεία και επηρεαζόμουν από διάφορα, μου είχε πει κάτι που με συνόδεψε σ' όλη μου τη ζωή και για το οποίο τον ευγνωμονώ:

"Θ' ακούσεις πολλά στη ζωή σου, που θα σου φαίνονται όμορφα και σωστά. Πριν τ' ακολουθήσεις, κοίταξε να δεις: α) αν αυτός που τα λέει τα εφαρμόζει κιόλας και β) αν τα εφαρμόζει, ποιο είναι το αποτέλεσμα που βλέπεις στον ίδιο; Σ' αρέσει αυτό που βλέπεις σ' αυτόν; Αν ναι, ακολούθησέ αυτά που λέει, προσέχοντας και πάλι να μην πέσεις σε προσωπολατρεία, αλλά να έχεις πάντα την κρίση σου ελεύθερη".
Υπήρξαν πράγματι στη ζωή μου άνθρωποι αγιασμένοι, που με τη "φλύαρη" σιωπή τους μου πρόσφεραν περισσότερα απ' ότι θα μου έδιναν με χίλια κηρύγματα. Όλοι τους ήταν στο χώρο της Εκκλησίας (τυχαίο; ...δε νομίζω!). Υπήρξαν επίσης άνθρωποι, που τα λόγια τους άγγιζαν τη λογική μου, ίσως και το συναίσθημά μου, αλλά η παρουσία τους μου άφηνε ένα παγερό κενό. Μερικοί ήταν και στο χώρο της Εκκλησίας.
Κάποτε (1994), συζητώντας με μαθητές λυκείου, δέχτηκα τα έντονα παράπονά τους, ειδικά για τους φιλολόγους και θεολόγους συναδέλφους μου, όχι γιατί δεν ήταν επαρκώς καταρτισμένοι ή δεν έκαναν καλά το μάθημά τους, αλλά γιατί, όπως χαρακτηριστικά μου είπαν, "Αφού καταλαβαίνουμε ότι αυτά που μας διδάσκουν δεν τα πιστεύουν οι ίδιοι, πώς θέλουνε να τα μάθουμε εμείς;".
Ας προσέχουμε, λοιπόν, τι "λίπασμα" θ' αφήσουμε σ' αυτούς που ακολουθούν...

O ποντικός και ο καλόγερος

Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού.
Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.
Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου ;
Τι ήταν ; Ένα μικρό ποντίκι.
Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του.
Το είδε και είπε μέσα του, τι είπε μέσα του τώρα,
«Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
-«Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
-«Γιατί πεινάω, απάντησε το ποντίκι».
Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πως το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
-«Φύγε από δω βρε μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δω πως θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φραπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.
Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:
- «Μάθε το μία για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αββακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μία διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αββακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους. »
Και χάθηκε ο ποντικός.
Πρόσεξε την ψυχή σου…



Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος είχε ένα γιο πονηρό. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για αλλαγή προς το καλύτερο, ο πατέρας καταδίκασε τον γιο του σε θάνατο. Του έδωσε ένα μήνα περιθώριο για να προετοιμαστεί. Πέρασε ο μήνας, και ο πατέρας ζήτησε να παρουσιασθεί ο γιος του...

Προς μεγάλη του έκπληξη, παρατήρησε πως ο νεαρός ήταν αισθητά αλλαγμένος: το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και χλωμό, και ολόκληρο το κορμί του έμοιαζε να είχε υποφέρει.

«-Πώς και σου συνέβη τέτοια μεταμόρφωση, γιέ μου;», ρώτησε ο πατέρας.

«-Πατέρα μου και κύριέ μου», απάντησε ο γιος, «πώς είναι δυνατόν να μην έχω αλλάξει, αφού η κάθε μέρα με έφερνε πιο κοντά στον θάνατο;».

«-Καλώς, παιδί μου», παρατήρησε ο βασιλιάς. «Επειδή προφανώς έχεις έρθει στα συγκαλά σου, θα σε συγχωρήσω. Όμως, θα χρειαστεί να τηρήσεις αυτή την διάθεση επιφυλακής της ψυχής σου, για την υπόλοιπη ζωή σου».

«-Πατέρα μου», απάντησε ο γιος, «αυτό είναι αδύνατο.

Πώς θα μπορέσω να αντισταθώ στα αμέτρητα ξελογιάσματα και τους πειρασμούς;».

Ο βασιλιάς τότε διέταξε να του φέρουν ένα δοχείο γεμάτο λάδι, και είπε στον γιο του:
«-Πάρε αυτό το δοχείο, και μετάφερέ το στα χέρια σου, διασχίζοντας όλους τους δρόμους της πόλεως. Θα σε ακολουθούν δύο στρατιώτες με κοφτερά σπαθιά. Εάν χυθεί έστω και μία σταγόνα από το λάδι, θα σε αποκεφαλίσουν».

Ο γιος υπάκουσε. Με ανάλαφρα, προσεκτικά βήματα, διέσχισε όλους τους δρόμους της πόλεως, με τους στρατιώτες να τον συνοδεύουν συνεχώς, και δεν του χύθηκε ούτε μία σταγόνα. Όταν επέστρεψε στο κάστρο, ο πατέρας τον ρώτησε:

«-Γιέ μου, τι πρόσεξες καθώς τριγυρνούσες μέσα στους δρόμους της πόλεως;».

«-Δεν πρόσεξα τίποτε».

«-Τι εννοείς, ‘τίποτε’;», τον ρώτησε ο βασιλιάς. «Σήμερα ήταν μεγάλη γιορτή. Σίγουρα θα είδες τους πάγκους που ήταν φορτωμένοι με πολλές πραμάτειες, τόσες άμαξες, τόσους ανθρώπους, ζώα».

«-Δεν είδα τίποτε απ’ όλα αυτά», είπε ο γιος. «Όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο λάδι μέσα στο δοχείο. Φοβήθηκα μην τυχόν μου χυθεί μια σταγόνα και έτσι χάσω τη ζωή μου».

«-Πολύ σωστή η παρατήρησή σου», είπε ο βασιλιάς. «Κράτα λοιπόν αυτό το μάθημα κατά νου, για την υπόλοιπη ζωή σου. Να τηρείς την ίδια επιφυλακή για την ψυχή μέσα σου, όπως έκανες σήμερα για το λάδι μέσα στο δοχείο. Να στρέφεις τους λογισμούς σου μακριά από εκείνα που γρήγορα παρέρχονται, και να τους προσηλώνεις σε εκείνα που είναι αιώνια. Θα είσαι ακολουθούμενος, όχι από οπλισμένους στρατιώτες, αλλά από τον θάνατο, στον οποίον η κάθε μέρα μας φέρνει πιο κοντά. Να προσέχεις πάρα πολύ να φυλάς την ψυχή σου από όλους τους καταστροφικούς πειρασμούς».

Ο γιος υπάκουσε τον πατέρα και έζησε έκτοτε ευτυχής.



 «Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε».